Γυρισμένη σε παρισινό έδαφος, μιλώντας γαλλικά και φέρνοντας έναν Ασιάτη δημιουργό για πρώτη φορά σε επαφή με μια τυπικά δυτική καθημερινότητα, η καινούργια ταινία του Ταϊβανέζου auteur είναι γεμάτο όμορφες παραδοξότητες. Σαν να επρόκειτο να γυρίσει ένα βωβό φιλμ, ο Χου Χσιάο Χσιεν έγραψε το σενάριό της χωρίς καθόλου διάλογο και άφησε στους ηθοποιούς να ενώσουν με τις δικές τους λέξεις τα κενά. Εχοντας ως μοναδική πυξίδα κάποιες συζητήσεις της με τον σκηνοθέτη, η Μπινός χρειάστηκε να επινοήσει σχεδόν από το τίποτα τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που ερμηνεύει, γεγονός που εξηγεί την κάπως απρόβλεπτη και ταυτόχρονα άμεση και ανεπιτήδευτη παρουσία της στο φιλμ. ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ
Ολόκληρη η ταινία, έπειτα, βασίζεται στην ανάμνηση μιας κλασικής παιδικής δημιουργίας που ο Αλμπέρ Λαμορίς γύρισε το 1956. Στα 34 λεπτά που διαρκούσε, το «Κόκκινο Μπαλόνι» έπαιζε αξιολάτρευτα κρυφτούλι με ένα μικρό αγόρι της πόλης το οποίο έβρισκε αναπάντεχη ασχολία και συντροφιά στο ζωηρόχρωμο αντικείμενο. Ο Χου Χσιάο Χσιέν ξεκινά την δική του ταινία επικαλούμενος το ίδιο ακριβώς εύρημα. Μόνο που εδώ το μπαλόνι δεν χρησιμεύει ως αφορμή για έναν κινηματογραφόφιλο φόρο τιμής αλλά γίνεται σιωπηλός παρατηρητής του αδιάκοπου παλμού και των αδυσώπητων ρυθμών μιας μεγαλούπολης.
Γλιστρά πάνω από τις μοναχικές της στέγες, αναζητά λίγη ανθρωπιά. Και έρχεται να υπενθυμίσει τη δύναμη της φαντασίας (σινεματικής και μη) και την ανάγκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας να στέκουν ως αντίδοτο και ανακούφιση σε μια πραγματικότητα που μοιάζει διογκούμενα άχαρη και απαθής.
Γυρισμένη σε παρισινό έδαφος, μιλώντας γαλλικά και φέρνοντας έναν Ασιάτη δημιουργό για πρώτη φορά σε επαφή με μια τυπικά δυτική καθημερινότητα, η καινούργια ταινία του Ταϊβανέζου auteur είναι γεμάτο όμορφες παραδοξότητες.