Ο Μπέλα Ταρ, πιστός στις αφηγηματικές εμμονές του, αποφασίζει να εξερευνήσει μια ιστορία βασισμένη στο «εάν». Γοητευμένος από το περιστατικό της κατάρρευσης του Νίτσε μπροστά στο μαστίγωμα ενός αλόγου, αποφασίζει να ακολουθήσει όχι την (πιασάρικη) ιστορία του Γερμανού φιλοσόφου αλλά την ιστορία του ζώου: Ο άνθρωπος που μαστιγώνει το άλογο είναι γεωργός που ζει κάνοντας δουλειές με το κάρο και το άλογό του στην πόλη. Το άλογο είναι γερασμένο και σε πολύ κακή κατάσταση υγείας, αλλά υπάκουο στις εντολές του αφεντικού του. Ο αγρότης και η κόρη του πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι αδύνατο να συνεχίσουν να το συντηρούν. Ο θάνατος του αλόγου είναι η βάση αυτής της τραγικής ιστορίας.
Θέλει αρετή και υπομονή το σινεμά του Ούγγρου γητευτή της σιωπής. Είναι από εκείνα που δεν παρακολουθούνται. Βιώνονται. Ως βραδυφλεγείς, αναπάντεχα γεμάτες εμπειρίες. Αρκεί να υπομείνεις τον άγρια ασπρόμαυρο λυρισμό, τους αργούς, σχεδόν αμοντάριστους, ρυθμούς, την χωρίς εξόδους κινδύνου ρουτίνα και την αμετάκλητη αλληγορία του. Στα οποία ο Ταρ επιστρέφει δριμύτερος, μετά τη –κατά γενική ομολογία- παρασπονδία του «The Man from London».
Ισως, το «Άλογο του Τορίνο», όπως ο ίδιος υποστήριξε, να είναι η τελευταία ταινία του. Σίγουρα όμως είναι μια συμβολική κατάθεση για το τέλος της ανθρωπότητας και του πολιτισμού της. Με αφετηρία την ιστορία του αλόγου που αγκάλιασε κλαίγοντας ο Νίτσε, για να το προστατεύσει από το μαστίγωμα του αφεντικού του, ο Ταρ αποκαλύπτει την «δωρική» καθημερινότητα ενός πατέρα και μιας κόρης – αταίριαστο, άγονο ζευγάρι Αδάμ και Εύας, που έρχεται αντιμέτωπο με την ανυπαρξία, καθώς το άλογο αργοπεθαίνει, το πηγάδι στερεύει, τα ξύλα και το πετρέλαιο παύουν να καίνε, ο αέρας δε λέει να σταματήσει…
Iωάννα Παπαγεωργίου