Στην κοσμοπολίτικη Σαγκάη του ‘40 ένας Αμερικανός μυστικός πράκτορας αναζητά τον δολοφόνο του καλύτερού του φίλου και ερωτεύεται τη γυναίκα του αρχιγκάνγκστερ της περιοχής. Η ταινία όμως ούτε στο ελάχιστο δεν καταφέρνει να μοιάσει στην Καζαμπλάνκα με την οποία φλερτάρει εκνευριστικά και άτσαλα από το πρώτο κιόλας πλάνο.
Μια εξωτική πόλη, ένας πόλεμος που ετοιμάζεται, ένα παράνομο ζευγάρι, ένα βασανιστικό δίλημμα κι ένας μεγάλος αδιέξοδος έρωτας. Η συνταγή είναι τέλεια, οι καλές ταινίες όμως δεν γίνονται με συνταγές κι έτσι η Καζαμπλάνκα παραμένει αξεπέραστη, αφήνοντας γυμνή την καλλιγραφημένη της αυτή απομίμηση.
Φιλόδοξο και πλούσιο σχέδιο, αλλά χωρίς αυθεντική συγκίνηση και πνοή, βρίσκεται στα συρτάρια εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια καθώς τα αρκετά του ελαττώματα το καθήλωσαν βίαια.
Αμήχανο είναι και το διεθνές καστ που μοιάζει με αντιερωτική συλλογή πρώην –τι σαράντα τι πενήντα- ερωτικών συμβόλων. Αμερικανός ο Κιούζακ, Κινέζοι οι Γκονγκ Λι και Τσάου Γιουν Φατ και Ιάπωνας ο Κεν Γουατανάμπε.
Κι ενώ η ενδιαφέρουσα –ας την πούμε «νεό νουάρ»- πλοκή σε βάζει στο κλίμα των παθών, της κατασκοπίας και της ιστορικής τραγωδίας, η διεκπεραιωτική σκηνοθεσία του Σουηδού Χαφστρομ (υπεύθυνος για την εξίσου μέτρια Τελετή) επιμένει σε ότι πιο προφανές υπάρχει με στόχο το ευκαιριακό κοινό του κακού γούστου και της μασημένης τροφής. Αποτέλεσμα αυτής της αυτάρεσκης βλακείας των διαφημιστών που νομίζουν ότι κάνουν σινεμά, είναι η τελική καταστροφή της ταινίας μέσα στην υπέροχη φαντεζί σπατάλη του τίποτα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης