Ο φοβερός και τρομερός Ζακ Σνάιντερ προσπαθεί εδώ και χρόνια, από το ντεμπούτο του με το ριμέικ του κλασικού «Dawn of the Dead», να μας πείσει ότι είναι auteur με όραμα και φαντασία - παρόλο που δεν είχε γράψει ποτέ του σενάριο πάνω σε ορίτζιναλ ιδέα. Kι αν πέρασε από το μυαλό μας πως το revamp του τρομερού έπους του Ρομέρο μπορεί να αναδείκνυε έναν πιτσιρικά με ταλέντο, κάθε ελπίδα διαψεύστηκε με τους ανεκδιήγητους «300» και τους κακοποιημένους «Watchmen». Μετά από μια ενδιάμεση στάση στην χώρα του κινουμένου σχεδίου και τις κουκουβάγιες του «Ga’hoole», οι προσδοκίες (μου) δεν θα μπορούσαν να είναι πιο χαμηλές σε σχέση με την παρθενική του απόπειρα στην πρωτότυπη συγγραφή. Για μια ακόμη φορά όμως, ο Σνάιντερ μπαίνει στην κορυφή της vanguardia θέτoντας νέο πήχη για τα φιλμικά επίπεδα αθλιότητας.
Το «Sucker Punch» είναι ένας επικός αχταρμάς video-game αισθητικής, ταραντινικών σεναριακών αναφορών, πληθωρικών ειδικών εφέ και απύθμενης σοβαροφάνειας. Η ουσία της ταινίας -αν υφίσταται κάτι τέτοιο- μπορεί να συνοψιστεί στις περιπέτειες της κεντρικής ηρωίδας: η Μπέιμπιντολ είναι κλεισμένη από τον άσπλαχνο πατριό της στο Άσυλο Λένοξ, όπου κακοποιείται βάναυσα υπό τους ήχους του «Sweet Dreams (Are Made of This)» των Eurythmics (αλήθεια). Ο σκηνοθέτης της δίνει όλη την εξάρτυση της bad-ass γκόμενας αλλά ξεχνάει το πιο βασικό: τον χαρακτήρα που η Έμιλι Μπράουνινγκ πρέπει να ενσαρκώσει. Όπως σε όλες τις ταινίες του, έτσι κι εδώ, ο Σνάιντερ εμμένει τόσο πολύ στην ιλουστρασιόν επιφάνεια, που μοιάζει να μην ξέρει ότι το μέηνστριμ σινεμά πρέπει μέσα από τις εικόνες του να λέει μια (οποιαδήποτε) ιστορία.
Στο τρελάδικο λοιπόν, η Μπέιμπιντολ προτρέπει τέσσερις ακόμη άγριες όσο και αιθέριες υπάρξεις να συνδράμουν στον αγώνα της ενάντια στην αδικία, επαναστατώντας κατά παντός υπευθύνου -από σαμουράι μέχρι ερπετά- έχοντας στη διάθεση τους ένα εικονικό οπλοστάσιο. Τα σπάνε; Σίγουρα. Τα σπάνε όσο θα μπορούσαν; Σίγουρα όχι. Προσπαθώντας να καλύψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα στο ηλικιακό κοινό, η ταινία αποδεικνύεται σεμνότυφη και συγκρατημένη - παρά την καμπ θύελλα που σαρώνει την οθόνη. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Σνάιντερ αυτή τη φορά έκανε τέχνη για την τέχνη, αδιαφορώντας πλήρως για την συναισθηματική εμπλοκή του θεατή και την αφηγηματική συνέπεια. Αλλά μια τέτοια πειραματική προσέγγιση προϋποθέτει συνειδητή σκηνοθετική απόφαση και κάτι τέτοιο είναι ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει. To μόνο sucker στην προκειμένη περίπτωση είναι ο θεατής.
Φαίδρα Βόκαλη