Δεν το κρύβουν ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος και ο Γιαν Φόγκελ: η ταινία τους είναι εμπνευσμένη από αληθινό συμβάν. Οσοι όμως γράφουν ότι μεταφέρει στην οθόνη την ιστορία του Αλέξη Γρηγορόπουλου απλώς λένε ψέματα και το ξέρουν.
Οπότε μην τους πιστέψετε και δείτε το «Wasted Youth» με όσο το δυνατόν πιο καθαρό βλέμμα. Στημένη πάνω σε δυο παράλληλες ιστορίες η ταινία έχει, στην πραγματικότητα, ένα θέμα: τον τρόπο που σπαταλιέται μια ζωή. Αδικα, δίκαια, βασανιστικά, ξαφνικά ή προοδευτικά. Σε κάθε περίπτωση η σπατάλη αυτή υπάρχει και διαβρώνει τα πάντα.
Στη ζεστή αυγουστιάτικη Αθήνα ένας δεκαεξάχρονος σκειτάς (καταπληκτικός ο ερασιτέχνης Χάρης Μάρκου) περνάει τις μέρες του πάνω στις τέσσερις μικροσκοπικές ρόδες, πειράζοντας τους φίλους του και διεκδικώντας ένα ανολοκλήρωτο έρωτα, σίγουρος πια ότι κανείς μεγάλος δεν θα μπορούσε να τον καταλάβει. Κι ενώ η ατμόσφαιρα «τρελαίνει τους ανθρώπους» όπως λέει κάποια στιγμή η Θέμις Μπαζάκα, ένας σαραντάχρονος δημόσιος υπάλληλος (ο Ιερώνυμος Καλετσάνος σε ένα από τους καλύτερους κινηματογραφικούς χαρακτήρες των τελευταίων ετών) συνθλίβεται στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής του φρίκης. Αδύναμος, ανίκανος, φοβισμένος, άβουλος.
Γράφω «δημόσιος υπάλληλος» και δεν αποκαλύπτω το ακριβές επάγγελμά του (που ήδη όλοι γνωρίζουν), διότι η στιγμή της αποκάλυψης είναι ήδη η πρώτη, αριστοτεχνική, ανατροπή της ταινίας. Από το σημείο αυτό και κάτω το «Wasted Youth» παίρνει άλλη τροπή, γίνεται πολύ πιο γρήγορο, πιο σπινταριστό, με ρυθμό κοφτό και επιτακτικό.
Μοιάζει πια με την αντίστροφη μέτρηση μιας ωρολογιακής βόμβας που είσαι σίγουρος ότι θα εκραγεί κι όμως στοιχηματίζεις για το αντίθετο. Εξαιρετική ταινία, ωριμότητας και ακρίβειας το «Wasted Youth» γυρίστηκε αυτοσχεδιαστικά, χωρίς συμβατικό σενάριο, αλλά με πολύ θάρρος κι ακόμη περισσότερη δύναμη αισθημάτων και αισθήσεων.
Και να είστε σίγουροι ότι το σοκαριστικό φινάλε έχει κινηματογραφηθεί με τον πιο έξυπνο τρόπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί κι είναι τόσο ανοιχτό που θα σας στείλει στο κοντινότερο μπαρ συζητώντας –και αναμφίβολα διαφωνώντας- ίσως και ολόκληρο το υπόλοιπο βράδυ.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ