Πανσέληνος, λυκάνθρωποι, Κάθριν Χάρντγουϊκ. Όχι, δεν πρόκειται για μια ακόμη δόση του εθιστικού για τα ανήλικα δημογραφικά «Λυκόφωτο» - αν και κάλλιστα θα μπορούσε να είναι: Απλοϊκή στα όρια της χαζομάρας, προκλητική μονάχα κατ’επίφαση και οπτικά εκθαμβωτική, αυτή η «Κοκκινοσκουφίτσα» είναι επικίνδυνη όσο τα παραμύθια του Αισώπου. Ακολουθώντας πιστά τη συνταγή που της στέρησε την κινηματογραφική αξιοπρέπεια αλλά την έκανε εκατομμυριούχο, η Κάθριν Χάρντγουϊκ (του κάποτε υποσχόμενου « Δεκατριών») επιστρέφει στα χιονισμένα δάση και τα καταράχια, κάνοντας ζουμ αυτή τη φορά στο εξαίσιο πρόσωπο της Αμάντα Σέιφριντ και του καλογυμνασμένου wannabe εραστή της στο φιλμ, Σίλο Φερνάντεζ.
Διασκευάζοντας ελεύθερα το γνωστό παραμύθι με στόχο τον τονισμό της σκοτεινής πλευράς του (όπως έχει διαφημιστεί), η δράση τοποθετείται στο μεσαίωνα, ο κακός λύκος γίνεται λυκάνθρωπος, ο καλός κυνηγός σπεσιαλίστας στον εντοπισμό και τη θανάτωση των αποτρόπαιων πλασμάτων και η Κοκκινοσκουφίτσα ζουμερό αντικείμενο του πόθου όλων των τεκνών του χωριού αλλά και του ίδιου του τέρατος. Το σενάριο ωστόσο, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί από 12χρονο φαν του φραντσάιζ «Λυκόφως», εισάγει και άλλες καινοτομίες: εκτός από τα παιχνίδια με το είδος του τρόμου μέσα στο σκοτεινό κυνηγητό, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για ένα ερωτικό τρίγωνο αλλά και για το κυνήγι της «μάγισσας» Βάλερι που επικοινωνεί μυστηριωδώς με το λύκο.
Φυσικά, επειδή τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι αρκετό για να διατηρήσει το ενδιαφέρον, τις τρομάρες ή έστω τον ερεθισμό του θεατή, η Χάρντγουϊκ καταφεύγει στο φτηνό παιχνιδάκι «ποιος-είναι-τελικά-ο-λύκος». Ο τελευταίος, την ημέρα παίρνει ανθρώπινη μορφή και γίνεται ένας ακόμη κάτοικος του χωριού, υπεράνω πάσης υποψίας. Όταν ο Πάτερ Σόλομον (ο Γκάρι Ολντμαν, απειλώντας εδώ την καμπ πρωτοκαθεδρία του Νίκολας Κέιτζ) καταφτάνει στο χωριό, αποφασίζει να κλειδώσει τις πύλες και να αποκαλύψει την ανθρώπινη ταυτότητα του τέρατος. Μην είναι ο επίδοξος εραστής και αιώνιο αμόρε της Κοκκινοσκουφίτσας; Μήπως είναι το συνοικέσιο-πεσκέσι με τον πλούσιο του χωριού; Αλλά και η γιαγιά που κολάζει άγιο με το πρόσωπο της Τζούλι Κρίστι δεν φαίνεται και πολύ αθώα... Το ύποπτο μάτι της κάμερας πέφτει πάνω σε όλους τους χωριανούς, καθιστώντας προφανή τον άκομψο αποπροσανατολισμό του θεατή, που απλά μαντεύει τον πραγματικό «ένοχο» μια ώρα αρχύτερα.
Οι απόκοσμα όμορφοι πρωταγωνιστές και η λουσάτη φωτογραφία βοηθάνε φυσικά στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας, η οποία όμως είναι μόνο επιδερμικά επικίνδυνη. Κι αν ο κακός ο λύκος δεν έχει ούτε μεγάλο στόμα ούτε δόντια μυτερά, τουλάχιστον φροντίζει να μένει ντυμένος από τη μέση και πάνω όταν έχει την ανθρώπινη μορφή του - σε αντίθεση με τον «Twilight» ομόλογό του.
Φαίδρα Βόκαλη