Αριστούργημα σίγουρα δεν είναι. Μπορεί να μην είναι καν καλή ταινία. Από τότε που την είδα όμως, πριν από 13 μήνες, την έχω σκεφτεί πολλές φορές.
Το παράξενο χιούμορ της, που χτίζεται πάνω σε ένα υπόστρωμα τραγικού παραλογισμού, την κρατά μέχρι το τέλος αταξινόμητη και ελεύθερη. Κι αυτό είναι το βασικό της ατού. Και ο Ντεπαρντιέ βεβαίως –τρομερά βαρετός στις περισσότερες ταινίες του πια- καταφέρνει εδώ κάτι διαφορετικό.
Μόλις έχει βγει στη σύνταξη και δεν βολεύεται πουθενά: ούτε να διαβάζει τον ενδιαφέρει ούτε δουλειές στο σπίτι μπορεί να κάνει ούτε καν για τα ψώνια στο σούπερμαρκετ δεν είναι άξιος.
Κι επιπλέον ανακαλύπτει ότι οι παλιοί του εργοδότες δεν κολλούσαν τα σωστά ένσημα με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η σύνταξή του.
Ανεβαίνει λοιπόν σε μια καλτ μοτοσικλέτα Munch Mammuth του 1970 και αρχίζει να τους ψάχνει για να του κολλήσουν, εκ των υστέρων, τα ένσημα που λείπουν.
Είναι τόσο παράξενο από μόνο του αυτό το θέμα που σου είναι δύσκολο ακόμη και να το αφηγηθείς. Πώς να την πεις δηλαδή την ταινία «κωμωδία συνταξιοδότησης»;
Στην πραγματικότητα βέβαια το ταξίδι αυτό δεν είναι παρά μια αφορμή επιστροφής στο παρελθόν –δηλαδή στην χαμένη νεότητα.
Υπάρχουν εξαιρετικές σκηνές ανθολογίας, αλλά και αρκετές άλλες που δεν προκαλούν παρά μονάχα πλήξη, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι (όπως της Γιολάντ Μορό που παίζει την γυναίκα του Ντεπαρντιέ) και οι αναπάντεχες εμφανίσεις (όπως της Ιζαμπέλ Αντζανί) είναι αυτοί που σώζουν, κάπως, την ταινία από μια βέβαιη καταστροφή.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ