Ξεκινώντας ως γνήσιος απόγονος του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Ντέρεκ Τζάρμαν θα έφερνε το βρετανικό σινεμά αντιμέτωπο με τον πειραματισμό και το κιτς, την Αγγλία σε πόλεμο με την ίδια της την «άγια» Ιστορία και τους θεατές στην άβολη θέση να πρέπει να αποκρυπτογραφήσουν ένα εμμονοληπτικό, φλύαρο, σε στιγμές μεγαλόπνοο και σε άλλα σημεία εκνευριστικά ελαφρύ έργο. Από τα γυμνά αγόρια της πρώτης του ταινίας μέχρι την πλήρη έλλειψη εικόνων του κύκνειου άσματος του, ο Τζάρμαν ήταν ένας σκηνοθέτης που χρησιμοποίησε το φιλμ σαν ζωγραφικό καμβά, αγνοώντας συνειδητά τις έννοιες της αφήγησης, του ρυθμού και της κινηματογραφικής οικονομίας. Ολοκληρώνοντας ένα αμφιλεγόμενο αλλά τελικά ιδιάζον έργο που είτε μεμονωμένα, είτε καλύτερα ως σύνολο, θα άνοιγε μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από το τι μπορεί να είναι τελικά το σινεμά.
Από τον Μανώλη Κρανάκη
«Sebastiane» (1976)
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Τζάρμαν γεννήθηκε ως μια πράξη απελπισίας πριν αποβεί νομοτελειακά σε μια τρομοκρατικών διαστάσεων ξεκάθαρη δήλωση φρονήματος. Εννιά μόλις χρόνια μετά την νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας, σε μια Μ. Βρετανία που δεν θα σταματούσε εύκολα το κυνήγι μαγισσών που είχε ξεκινήσει, νομιμοποιώντας με κάθε τρόπο την αυστηρών αρχών ηθική της, το «Sebastiane» ερχόταν ως τελεσίγραφο. Μια low budget ανεξάρτητη κινηματογραφική δημιουργία που θα ξεκινούσε από τη βιογραφία του Αγίου Σεβαστιανού που έζησε και πέθανε το 300 μ.Χ. για να λοξοδρομήσει συνειδητά και να αφηγηθεί την πρώτη «ανοιχτά» ομοφυλοφιλική ιστορία του βρετανικού σινεμά. Περισσότερο ένα δοκίμιο πάνω στην αγιοποίηση του γυμνού σώματος και τη σεξουαλική αναγέννηση, το «Sebastiane» υπήρξε η πρώτη γκέι ταινία που κυκλοφόρησε σε εμπορικό δίκτυο στη Βρετανία. Η μοναδική ταινία γυρισμένη εξ ολοκλήρου στα Λατινικά, η πρώτη και μοναδική αγγλική ταινία μέχρι σήμερα που κυκλοφόρησε στις αίθουσες με υπότιτλους (μεταφράζοντας με φλέγμα το «Οιδίποδας» ως «motherfucker»), η πρώτη ταινία που περιέχει ανδρική στύση (αν και με ένα κόλπο στο format το συμβούλιο λογοκρισίας δεν πρόσεξε ποτέ όσα συνέβαιναν στο κάτω μέρος της οθόνης), «η επιβεβαίωση ότι η ομοφυλοφιλία μπορεί να είναι κάτι όμορφο, χωρίς ντροπή και ελεύθερο», «το πλέον υποσχόμενο δείγμα μιας νέας ζωής στο ανεξάρτητο αφηγηματικό σινεμά της Βρετανίας εδώ και χρόνια». Τελικά, μια γερή δόση avant garde ελευθεριότητας που θα σύστηνε το ιδιάζον θεατρικό και λογοτεχνικό στυλ του σκηνοθέτη της και θα γινόταν ερήμην της σημείο αναφοράς για την queer κουλτούρα, απομακρύνοντας την ομοφυλοφιλία από την camp απεικόνιση της και οδηγώντας την με θράσος στην εξίσου camp αισθητική της τελείωση.
«Jubilee» (1978)
«Τo Jubilee είναι ένα ντοκιμαντέρ φαντασίας κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε οι φόρμες του ντοκιμαντέρ και του fiction να μπερδεύονται και να συγχωνεύονται».
Κάπως έτσι περιγράφει ο ίδιος ο Τζάρμαν αυτό που μοιάζει ως την πλέον αξιοσημείωτη παραφωνία ανάμεσα στην υπόλοιπη φιλμογραφία του, αφού οι σεξουαλικές και αισθητικές αναζητήσεις θα δώσουν χώρο και χρόνο στην ίσως πιο ευθεία επίθεση στον θεσμό της βασιλείας και στο μοιραίο ξεπούλημα κάθε επαναστατικού κινήματος. Ενα κατεξοχήν παράδειγμα instant cult ταινίας που θα τοποθετούσε σε χρονομηχανή την Ελισάβετ την πρώτη της Αγγλίας στέλνοντας την στο πολιορκημένο Λονδίνο της δεκαετίας του 70, ορίζοντας για πρώτη και τελευταία φορά ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά μιας αυθεντικά πανκ ταινίας. Αποσπασματική, οργισμένη, τελευταία των ρομαντικών και σχεδόν ακούραστα πολιτική, η δεύτερη ταινία του Ντέρεκ Τζάρμαν ξαναγράφει, όπως μία από τις εκκεντρικές ηρωίδες του, την ιστορία της Αγγλίας με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο: προεξοφλώντας τον ερχομό της Μάργκαρετ Θάτσερ στην εξουσία και τον θάνατο του μοντερνισμού κάτω από το ασήκωτο βάρος του συντηρητισμού. Σε μια βίαιη, ενοχλητική και επιθετικά αντιδραστική αλληγορία για το τέλος του κόσμου.
Και τη μοναδική σωτηρία του που είναι «να επιστρέψουμε είτε ως αναρχικοί είτε ως καλλιτέχνες». Είτε, όπως ο ίδιος ο Τζάρμαν, σαν ένας αναρχικός καλλιτέχνης.
«Caravaggio» (1986)
Η αρχική ιδέα για μια ταινία γύρω από τη ζωή και το έργο του αναγεννησιακού ζωγράφου Μικελάντζελο Μερίζι Ντα Καραβάτζιο χρονολογείται από το 1978, όταν ο έμπορος τέχνης Αντριου Γουορντ Τζάκσον θα την πρότεινε στον κατά τη γνώμη του πλέον άξιο διάδοχο του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το σχέδιο θα απασχολούσε τον Τζάρμαν για περισσότερα από έξι χρόνια, όχι μόνο γιατί κατά την προσωπική του άποψη ο Καραβάτζιο ήταν αυτός που είχε εφεύρει το κινηματογραφικό φως με την επαναστατική χρήση του κιαροσκούρο και η ταινία θα μπορούσε να εξερευνήσει τον χαμένο σύνδεσμο ανάμεσα στη ζωγραφική και το σινεμά, αλλά πρωτίστως γιατί ο Τζάρμαν τον θεωρούσε τον πιο γκέι απ όλους τους ζωγράφους. Μετά από 18 προσχέδια σεναρίου που γράφτηκαν από το 1978 μέχρι και το 1986, θα παρέδιδε τη δική του εκδοχή πάνω στο είδος της κινηματογραφικής βιογραφίας σε ό,τι πιο κοντινό στο mainstream σκηνοθέτησε ποτέ. Αντλώντας στοιχεία από τις ελάχιστες πηγές που αναφέρονται στον ζωγράφο, ο Τζάρμαν θα έστηνε ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον Νάιτζελ Τέρι (Καραβάτζιο), το μοντέλο του (Σον Μπιν) και την ερωμένη τους (Τίλντα Σουίντον), υπακούοντας στις απαιτήσεις των παραγωγών για αυστηρή χρήση φιλμ 35mm που τον ανάγκασε, ωστόσο, να κρατάει την κάμερα καρφωμένη στο πάτωμα. Ο «Καραβάτζιο» μαζί με τον «Εδουάρδο» του θα παραμένουν πάντοτε οι καλύτερες και ενδεχομένως πιο αντιληπτές προς τον θεατή εισαγωγές στο έργο του.
«Τhe Last 0f Εngland» (1987)
Η πιο προσωπική και εξόχως πειραματική ταινία του Ντέρεκ Τζάρμαν θα ξεκινούσε -ειρωνικά- με την καταστροφή ενός πίνακα του Καραβάτζιο, ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις του σκηνοθέτη για πλήρη απελευθέρωση από τα δεσμά των στούντιο και των απαιτήσεων του κοινού. Γυρισμένο με περισσότερες από μια και αεικίνητες κάμερες 8mm και κουβαλώντας το φορτίο της είδησης του ιού του AIDS που είχε ήδη θέσει τη ζωή του Τζάρμαν σε αντίστροφη μέτρηση, το «Last Of Εngland» αφηγείται μέσα από αρχειακό υλικό, αναφορές στον Σαίξπηρ, γυρίσματα στην αγγλική επαρχία και περίπου 1.600 cuts σε μια μόλις σκηνή το οριστικό τέλος της Μ. Βρετανίας. Μετατρέποντας την οθόνη σε καμβά εμπειριών και αναμνήσεων (κυρίως από την παιδική ηλικία του Τζάρμαν και τη σχέση του με τον πατέρα του, πιλότο βομβαρδιστικών αεροσκαφών κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου), ο Τζάρμαν τοποθετεί στο κέντρο του φιλμ μια ετεροφυλόφιλη ερωτική ιστορία -ανάμεσα σε έναν στρατιώτη και μια μέλλουσα νύφη που υποδύεται η μούσα του, Τίλντα Σουίντον- για να καταδικάσει την κυβέρνηση Θάτσερ, την αποκοπή της σύγχρονης Βρετανίας από την Ιστορία της και τη δική του δηλητηριώδη σχέση με τον κόσμο της Τέχνης. Σε αυτό που η Village Voice θα περιέγραφε ως «ένα από τα πιο επώδυνα όμορφα και επιβλητικά έργα προσωπικού σινεμά των τελών της δεκαετίας του 80» και το Φεστιβάλ του Βερολίνου θα του χάριζε δικαιωματικά το Teddy Award της χρονιάς.
«Εdward ΙΙ» (1991)
Για πολλούς το αριστούργημα του Τζάρμαν και για ακόμη περισσότερους η ταινία που απέδειξε πως το ιδιόμορφο στυλ του μπορούσε -υπό συνθήκες- να αφορά ένα ευρύτερο κοινό, ο «Εδουάρδος Ο 2ος» ξεκίνησε από την διαπίστωση του ίδιου του σκηνοθέτη πως ο μόνος τρόπος για να κινηματογραφήσει μια γκέι ερωτική ιστορία θα ήταν να βρει ένα σκονισμένο θεατρικό έργο και να το καταστρέψει. Κάπως έτσι, λοιπόν, η εμβληματική διασκευή πάνω στο διάσημο θεατρικό του Κρίστοφερ Μάρλοου από το 1592 κατέληξε σε μία παροξυσμική αλληγορία πάνω στον απαγορευμένο έρωτα, με άμεσες αναφορές στον αγώνα της κατάκτησης των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων στο Στόουνγουολ. Γυρισμένος εξ ολόκλήρου σε στούντιο και με την πολύτιμη συμβολή της Σάντι Πάουελ στα κοστούμια εποχής και του Κρίστοφερ Χομπς στα μινιμαλιστικά σκηνικά, ο «Εδουάρδος» κατάφερε να πετύχει εκεί που απέτυχε το «Caravaggio»: να αποτελέσει τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στον 16ο αιώνα και το σήμερα με ευρεία χρήση αναχρονισμών (κουτάκια Coca Cola, τσιγάρα και σμόκιν), κερδίζοντας επάξια τη θέση της πιο οργισμένης ταινίας του δημιουργού της. Λίγο πριν το φινάλε, ο εκθρονισμένος πια Εδουάρδος θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Τζάρμαν στην τελική ευθεία προς το τέλος: «Ελα Θάνατε και με τα δάχτυλα σου κλείσε μου τα μάτια / Η αν ζήσω κάνε με να ξεχάσω ποιος είμαι».
«Βlue» (1993)
«Το μπλε προστατεύει το λευκό από την αθωότητα/ Το μπλε τραβάει το μαύρο μέσα του/ Το μπλε είναι το σκοτάδι που γίνεται ορατό».
Blue σημαίνει μελαγχολία. Blue σημαίνει «αδερφή» στη γλώσσα του δρόμου. Blue σημαίνει μπλε - το χρώμα που θαύμαζε ο Τζάρμαν στις μονοχρωμίες της ζωγραφικής του Ιβ Κλάιν. Μπλε, το χρώμα που διάλεξε για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη σταδιακά χαμένη του όραση. 75 λεπτά καθαρού μπλε με τους (αγαπημένους του) Νάιτζελ Τέρι, Τζον Κουέντιν, Τίλντα Σουίντον και τον ίδιο τον σκηνοθέτη να απαγγέλλουν σε voice over τους στίχους ενός ποιήματος γραμμένο από τον Τζάρμαν. 75 λεπτά μιας ιδέας που θα σφράγιζε τη φιλμογραφία του, ανοίγοντας ταυτόχρονα από την αρχή τη συζήτηση για το τι μπορεί να είναι τελικά σινεμά. «Ακόμα και τα πιο έντονα ενενήντα λεπτά δεν μπορούν να συγκριθούν με τα οκτώ χρόνια που ο ιός του AIDS χρειάζεται για να σκοτώσει τον ασθενή. Η συνειδητή απόρριψη κάθε τι τεχνητού στην περίπτωση του Blue ήταν μια αισθητική απόφαση εμπνευσμένη από συγκεκριμένα πολιτικά και ηθικά κριτήρια». Για τον Τζάρμαν, το AIDS δεν ήταν «εύκολο» θέμα και πίστευε πάντοτε πως η εικονογράφησή του θα το υποβίβαζε σε κάτι ασήμαντο. Αντίθετα, η επιλογή μιας «μπλε» οθόνης έκρυβε πίσω από την απλότητα της κατασκευής της κάτι σαφώς πιο κοσμικό: έναν λευκό πανί πάνω στον οποίο ο καθένας θα μπορούσε για λίγο να ζωγραφίσει την δική του εκδοχή πάνω σε ό,τι τελειώνει, μετατρέποντας το «Βlue» σε μια διαφορετική ταινία (και εμπειρία) για τον κάθε θεατή ξεχωριστά. Και για τον ίδιο, έναν ιδανικό και σπαρακτικό επίλογο που θα τέλειωνε με το: «Κανείς δεν θα θυμάται το έργο μας / Η ζωή μας θα περάσει σαν τα ίχνη ενός σύννεφου/ Και θα διασκορπιστεί σαν την ομίχλη όταν την κυνηγάνε οι ακτίνες του ήλιου/... Τοποθετώ ένα δελφίνιο. Μπλε, πάνω στον τάφο σου/.
«Derek»: ένα ερωτικό γράμμα σε ένα φίλο καλλιτέχνη
Σκηνοθετημένο από τον εικαστικό και φίλο του σκηνοθέτη, Αϊζακ Τζούλιεν και σε παραγωγή της Τίλντα Σουίντον, το «Derek» δεν είναι ένα τυπικό ντοκιμαντέρ για το έργο και τη ζωή του Ντέρεκ Τζάρμαν. Περισσότερο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ερωτικό γράμμα γραμμένο από τη Σουίντον (φίλη του σκηνοθέτη και πρωταγωνίστρια σε επτά από τις ταινίες του) με αποσπάσματα από μια συνέντευξη του Τζάρμαν το 1990 και κομμάτια από τις ταινίες του και αρχειακό υλικό από την παιδική του ηλικία. Το «Derek» είναι μια βόλτα στα μέρη που μπορεί κανείς να συναντήσει το πνεύμα του Τζάρμαν και την ίδια στιγμή μια μικρή ανάγνωση της ιστορίας της Μ. Βρετανίας, έτσι όπως αυτή απεικονίστηκε στο έργο του σκηνοθέτη. Ενα νοσταλγικό, μελαγχολικό και ενίοτε χιουμοριστικό οδοιπορικό που ακολουθεί τη Σουίντον με φόντο τις εργατικές πολυκατοικίες του Λονδίνου, τον κήπο στο Κεντ, τα σημεία και τα σημαινόμενα μιας καριέρας που «οφείλει επιτέλους να λάβει τη θέση της στην Ιστορία αυτού του κόσμου». Μέρος μιας ενέργειας που συνοδεύτηκε από μια έκθεση των έργων του Τζάρμαν στη Serpentine Gallery στο Λονδίνο και την κυκλοφορία του Glitterbox: Derek Jarman Χ 4 σε DVD (περιέχει τα «Τhe Angelic Conversation», «Caravaggio», «Wittgenstein» και «Βlue» με extras, συνεντεύξεις του Τζάρμαν, αρχειακό υλικό και μικρού μήκους ταινίες), το «Derek» έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Sundance, ενώ προβλήθηκε και στο φετινό φεστιβάλ του Βερολίνου.
Ντέρεκ Τζάρμαν (1942 - 1994) φιλμογραφία /μεγάλου μήκους
* «Sebastiane» (1975)
*«Jubilee» (1977), Φεστιβάλ Καννών
*«Τhe Τempest» (1979)
*«Caravaggio» (1986),
Αργυρή Αρκτος Φεστιβάλ Βερολίνου
*«Τhe Last Of Εngland» (1987), Teddy Award στο Φεστιβάλ Βερολίνου
*«War Requiem» (1988)
*«Τhe Garden» (1990)
*«Εdward ΙΙ» (1991)
Teddy Award στο Φεστιβάλ Βερολίνου, Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου
*«Wittgenstein» (1992)
* Blue (1993), Συμμετοχή στο φεστιβάλ Νέας Υόρκης