«Αναζητώντας τη χαμένη πατρίδα» είναι ο τίτλος της φωτογραφικής έκθεσης του Παύλου Κοζαλίδη που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη επί της οδού Κουμπάρη 1 από τη Δευτέρα 3 Μαρτίου.
«Αναζητώντας τη χαμένη πατρίδα» είναι ο τίτλος της φωτογραφικής έκθεσης του Παύλου Κοζαλίδη που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη επί της οδού Κουμπάρη 1 από τη Δευτέρα 3 Μαρτίου.
Πρόκειται για φωτογραφίες με θέμα τους Έλληνες ποντιακής καταγωγής που κατοικούν ακόμη στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και συγκεκριμένα στις χώρες Τουρκία, Γεωργία, Ουκρανία και Ρωσία. Η συγκεκριμένη φωτογραφική εργασία του Παύλου Κοζαλίδη ολοκληρώθηκε με την υποστήριξη του Μουσείου Μπενάκη.
Ο Παύλος Κοζαλίδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1961 και μεγάλωσε στον Καναδά όπου μετανάστευσε η οικογένειά του, όταν ο ίδιος ήταν επτά ετών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε ερασιτεχνικά την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία και με την επανεγκατάσταση της οικογένειάς του στην Αθήνα, αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με το μέσο. Έχει ταξιδέψει για περισσότερο από είκοσι χρόνια, φωτογραφίζοντας στην Ασία, την Αφρική, τη νότια και κεντρική Αμερική. Η έκθεση Αναζητώντας τη χαμένη πατρίδα, είναι η πρώτη παρουσίαση της δουλειάς του.
Ο ίδιος άρχισε να επισκέπτεται την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, έχοντας στο νου του τις διηγήσεις των μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι έφυγαν από τη γενέτειρά τους Ορντού της Τουρκίας και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Του μιλούσαν για το σπίτι τους, το μοναδικό τετραώροφο νεοκλασικό της περιοχής, που από τα παράθυρά του φαινόταν η θάλασσα, για τις γιορτές στο σπίτι αυτό, τα πολύβουα γλέντια των Ποντίων, τη γενικότερα χαρούμενη και εύπορη ζωή τους, αλλά και την ειρηνική τους συμβίωση με τους Τούρκους.
Στα ταξίδια του αυτά μπορεί να εντόπισε το σπίτι του παππού του, δεν κατάφερε να εντοπίσει όμως τη μαγεία και τη ζεστασιά που εισέπραττε από τις διηγήσεις των δικών του ανθρώπων για την πατρίδα από την οποία έφυγαν, αφήνοντας πίσω σπίτια και περιουσίες. Στις περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αντίκρισε τη φτώχεια και την εγκατάλειψη, το παράπονο και την απογοήτευση. Την πίκρα των ανθρώπων που δεν είχαν τον τρόπο να φύγουν όταν κατέρρευσε το σοβιετικό καθεστώς και οι συνθήκες της ζωής τους δυσκόλεψαν. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, τον βοηθούσαν πρόθυμα, με όποιο τρόπο μπορούσαν. Τον φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, εκεί κοιμόταν και έτρωγε, άκουγε τις ιστορίες και τα παράπονά τους. Για εκείνους ήταν σα να αντιπροσώπευε την Ελλάδα που δεν μπόρεσαν να φτάσουν. Με τις φιλικές σχέσεις που ανέπτυσσε, συμμετείχε στα μυστήρια που τελούνταν -γάμους, βαπτίσεις, κηδείες- καθώς και στα εποχικά έθιμα που ευλαβικά διατηρούσαν όσοι είχαν παραμείνει στις εστίες τους.
Στις εικόνες του, μέσα από την ιδιαίτερη ματιά του, αιχμαλώτισε με διάχυτη ευαισθησία και εμφανή τρυφερότητα την ιδιαίτερη ζωή τους, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της συγκίνησής του και της άρτιας σύνθεσης τού κάδρου του. Όπως αναφέρει η Αλεξάνδρα Μόσχοβη, ο Κοζαλίδης διαθέτει την «’αυτοσυγκέντρωση, πειθαρχία στη σκέψη και αισθαντικότητα’, ώστε να συνταχθεί πλήρως με ένα τέτοιο θέμα».
Την έκθεση έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο φωτογράφος. Τον δίγλωσσο κατάλογο που τη συνοδεύει επιμελήθηκε η συνεργάτης του Φωτογραφικού Αρχείου Γεωργία Ιμσιρίδου και περιλαμβάνει 62 φωτογραφίες και κείμενα των Θανάση Αυγερινού, Γεωργίας Ιμσιρίδου και Αλεξάνδρας Μόσχοβη.
Εγκαίνια: 3 Μαρτίου 2008
Διάρκεια: 5 Μαρτίου έως τις 13 Απριλίου 2008