Κωνσταντίνος Ρήγος - Δάφνις και Χλόη (**)

14.03.2010
Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του Δάφνις και Χλόη, ο Κωνσταντίνος Ρήγος επιστρέφει με μια παράσταση ορόσημο για την πορεία του Χοροθεάτρου Οκτάνα, αφού το 1985 του χάρισε το Κρατικό Βραβείο Χορογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού και ουσιαστικά τον «σύστησε» στο ευρύ κοινό.

Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του "Δάφνις και Χλόη", ο Κωνσταντίνος Ρήγος επιστρέφει με μια παράσταση ορόσημο για την πορεία του Χοροθεάτρου Οκτάνα, αφού το 1985 του χάρισε το Κρατικό Βραβείο Χορογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού και ουσιαστικά τον «σύστησε» στο ευρύ κοινό.

Οκτώ πρόσωπα καταλαμβάνουν ένα χώρο που θυμίζει αίθουσα μουσείου ή δωμάτιο αναγεννησιακής έπαυλης, ένα περιβάλλον που θα "ξυπνήσει" το παρελθόν και θα τους ωθήσει να "παίξουν" τις περιπέτειες του Δάφνι και της Χλόης. Επεισόδια του μυθιστορήματος ιδωμένα σε έναν χρόνο παρόντα, κινητοποιούν τα πρόσωπα να υποδυθούν εκτός από το βασικό ζευγάρι και τους ρόλους του Δόρκωνα, της Λυκαίνιο, της Σύριγγας και του Πάνα. Και όλα αυτά υπό τους εξαίσιους ήχους που έχει συνθέσει ο ιμπρεσιονιστής συνθέτης Μορίς Ραβέλ, κατά παραγγελία για τον Σεργκέι Ντιάγκιλεφ και τα Ρωσικά μπαλέτα.

Πήγαμε να παρακολουθήσουμε την αναβίωση του ποιμενικού μυθιστορήματος του Λόγγου με μεγάλες προσδοκίες, αφενός μεν γιατί μπορεί να μην είχαμε δει, είχαμε όμως ακούσει τις διθυραμβικές κριτικές που είχε αποσπάσει η εκδοχή του 1985, αφετέρου γιατί κάθε νέα ματιά είναι συνήθως σύγχρονη, ενδιαφέρουσα, γεμάτη καινούρια στοιχεία και προοπτικές.

Δυστυχώς οι προσδοκίες μας δεν επαληθεύτηκαν. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος ρίσκαρε προσπαθώντας να εντάξει το ρομαντικό αυτό ποιμενικό δράμα στη κόλαση της σύγχρονης ζωής και -κατά την άποψή μας- απέτυχε. Ο ρομαντισμός και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα του νεαρού ζευγαριού, του Δάφνι και της Χλόης, έδωσαν ανεπιτυχώς τη θέση τους στον άκρατο ερωτισμό, τις ακραία βίαιες κινήσεις των χορευτών και τις σχεδόν επιληπτικές εκρήξεις τους.

Έτσι, παρόλο που η ομάδα των χορευτών έδωσε τον καλύτερό της εαυτό, η παράσταση στο σύνολό της δεν μας ικανοποίησε. Χιλιοειδωμένες σκηνές, μανιερίστικες επαναλήψεις του ίδιου του σκηνοθέτη, έλλειψη ρυθμού, αλλά και συνοχής, συνέθεσαν ένα ιδιαίτερα άνισο αποτέλεσμα, που σε πολλά σημεία μας ξένισε και σχεδόν μας απογοήτευσε (ενδεικτικά αναφέρουμε τη σκηνή που αντί για πολεμικό χορό, «απολαύσαμε» μάθημα αεροβικής), ενώ σε άλλα μας γοήτευσε (όπως η θέα των γυμνών κορμιών που σκιρτούν από έρωτα, καθώς και το εκρηκτικό φινάλε).

Ατυχέστατη και περιττή επίσης θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη χρήση των περιγραφικών υπερτίτλων, καθώς πολλές φορές αντί να μας συστήσουν τα πρόσωπα του έργου, πετύχαιναν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα αποσυντονίζοντάς μας.

Γεωργία Οικονόμου