Από τον Δημήτρη Πολιτάκη
Η δικαίωση
Πόσοι λογοτέχνες έχουν γίνει ήρωες ακόμα και για τις πιο μαζικές παρυφές της νεανικής κουλτούρας στα πέρατα του κόσμου; Εχω τεύχος του κόμικ Μίστερ Νο (στην ιταλική έκδοση, νομίζω ότι είχε σταματήσει πια να βγαίνει στην Ελλάδα), στο οποίο ο πολύ δημοφιλής και στα αγοράκια της Ελλάδας της γενιάς μου χάρτινος ήρωας επιστρέφει από τη Βραζιλία στη Νέα Υόρκη και βγάζει το ψωμί του σαν ιδιωτικός ντέτεκτιβ έχοντας στο πλευρό του... ναι, τον Τζακ Κέρουακ σε τρελό νουάρ τριπ. Για την ακρίβεια, ο Κέρουακ ήταν ο πρώτος ποπ σταρ της λογοτεχνίας αν και στη ζωή του δεν είδε ποτέ του λεφτά και γκλαμουριές και όταν πέθανε (στις 21/10/1969 από εσωτερική αιμορραγία, συνέπεια χρόνιας κατάχρησης αλκοόλ) είχε στο λογαριασμό του 90 δολάρια. Σήμερα, η «κληρονομιά» του ξεπερνά τα 25 εκατομμύρια. Ετσι είναι ο κόσμος που ζούμε κι ο ίδιος θα τον έβρισκε ξεκαρδιστικό, όπως και το ότι πριν από λίγες μέρες, στις 2 του περασμένου μήνα, το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης (στη γενέτειρά του, το Λόουελ) του επέδωσε μετά θάνατον επίτιμο διδακτορικό τίτλο.
Η φήμη την οποία ο μυθικός «μπίτνικ» (ο ίδιος σιχαινόταν τον όρο αλλά και τη σχετική hip «τρεντίλα» που κατέληξε αυτός να κουβαλά) / ποιητής / συγγραφέας / καλλιτέχνης απέφευγε και μισούσε με πάθος σ' όλη του τη ζωή τον βρήκε τελικά αμέσως μετά το θάνατό του κι από τότε τον ακολουθεί μετατρέποντάς τον σε αμερικανικό και ως εκ τούτου σε παγκόσμιο θρύλο.
Στα 40 σχεδόν χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τη μέρα που ο ταλαιπωρημένος από το αλκοόλ οργανισμός του υπέκυψε σε ηλικία 47 μόλις χρόνων έχουν γραφτεί άπειρα βιβλία και μελέτες σχετικά με το έργο, τη ζωή και το μύθο του Τζακ Κέρουακ, κανένα όμως δεν εξηγεί ακριβώς πώς ένας υποσχόμενος ποδοσφαιριστής γαλλο-καναδικής μικροαστικής καταγωγής από το Λόουελ της Μασαχουσέτης κατάφερε ν αλλάξει την πορεία της μεταπολεμικής αμερικανικής κουλτούρας, εκφράζοντας απλώς την προσμονή του για «αληθινή ζωή».
O βασιλιάς των Βeats
«Γράψε για να δει και να διαβάσει ο κόσμος την εικόνα που έχεις γι αυτόν.
/ Τιμώντας το Χαρακτήρα μέσα στη Μουντή απάνθρωπη Μοναξιά. / Είσαι Ιδιοφυής.
/ Σεναριογράφος-Σκηνοθέτης Γήινων ταινιών με χορηγό Αγγελο στους Ουρανούς.»
Για τον Κέρουακ, «beat» σήμαινε δαρμένος, κλονισμένος, ηττημένος αλλά και άγιος, και ήταν όρος που αφορούσε στην τέχνη και την πνευματικότητα, όχι στο στυλ και την πολιτική, γι αυτό γρήγορα αποτάχτηκε την ευθύνη για τη μετάλλαξη της έννοιας «beat γενιά». Οταν κάποτε του ζητήθηκε να συμπεριληφθεί σε μια beat ανθολογία, αρνήθηκε με την αιτιολογία ότι συγγραφείς σαν τον παλιόφιλό του τον Ουίλιαμ Μπάροουζ (τον οποίο φυσικά εκτιμούσε ως συγγραφέα) και άλλοι που αποκαλούνται beats «δεν έχουν γράψει ποτέ με αγάπη για απλούς ανθρώπους». Εκτός από Βασιλιάς των Beats είχε χαρακτηριστεί και Πατέρας των Hippies και Παππούς του Πανκ ίσως;, ταμπέλα που τον εκνεύριζε ακόμα περισσότερο, αφού περιφρονούσε τόσο τους hippies όσο και τη μουσική τους αν και όχι απαραίτητα τα ναρκωτικά τους, μένοντας πιστός στην bebop jazz του Charlie Parker, του Dizzy Gillespie και του Thelonious Monk, που τόσο επηρέασε με τα αυτοσχεδιαστικά μοτίβα της το γράψιμό του, που ο ίδιος αποκάλεσε «αυθόρμητη πρόζα». Συχνά περηφανευόταν, ειδικά όταν ήταν μεθυσμένος, για την απόλυτη ανάγκη του να γράφει χωρίς σταματημό σαν σε έκσταση και κάποια στιγμή ο ποιητής και σύντροφός του στην έκρηξη της «beat λογοτεχνίας» Αλεν Γκίνσμπεργκ τον προ(σ)κάλεσε να κάτσει να περιγράψει τον τρόπο έκφρασής του. Κι αυτός το έκανε, υπό τη μορφή εγχειριδίου γραφής με τίτλο Πίστη και τεχνική για μια σύγχρονη πρόζα, το οποίο περιλαμβάνει τριάντα «απαραίτητες» νουθεσίες, μεταξύ των οποίων: «Υποταγμένος στα πάντα, ανοιχτός, ακούγοντας. / Προσπάθησε να μη μεθάς εκτός σπιτιού. / Ερωτευμένος με τη ζωή σου. / Αυτό που νιώθεις θα πάρει κάποια στιγμή τη μορφή του. / Φύσα όσο βαθιά θες να φυσήξεις. / Τα ανείπωτα οράματα του καθενός. / Ονειρέψου εκστατικά το αντικείμενο μπροστά σου. / Παραμέρισε τους λογοτεχνικούς, γραμματικούς και συντακτικούς περιορισμούς. / Λέγοντας την ιστορία του κόσμου σε εσωτερικό μονόλογο. / Αποδέξου την απώλεια για πάντα.
/ Πάλεψε για να σχεδιάσεις τη ροή που υπάρχει ακέραια στο μυαλό. / Κανένας φόβος, καμιά ντροπή στην αξιοπρέπεια της εμπειρίας, της γλώσσας και της γνώσης σου. (...)»
H πορεία του
«Υπόσχομαι ότι δεν θα τα παρατήσω ποτέ, και θα πεθάνω ουρλιάζοντας και γελώντας. Και μέχρι τότε θα τρέχω γύρω απ αυτόν τον κόσμο που επιμένω ότι είναι ιερός και θα πείσω τον κόσμο να εξομολογηθεί σ' εμένα και σε όλους...»
Από όλους τους απόκληρους μαύρους, Εβραίους, γυναίκες του Νότου, ομοφυλόφιλους, παιδιά μεταναστών εργατών που αναδύθηκαν από τις τρύπες τους για να κυριαρχήσουν τελικά στη μεταπολεμική λογοτεχνία των ΗΠΑ, η περίπτωση του Κέρουακ είναι μία από τις πιο αναπάντεχες. Γεννημένος σε μια φτωχική σχετικά κωμόπολη της Μασαχουσέτης από Γαλλοκαναδούς γονείς, ήταν ένα ντροπαλό και ονειροπόλο παιδί που μέχρι τα 6 χρόνια του δεν είχε πει λέξη στ αγγλικά (στο σπίτι μίλαγαν κυρίως γαλλικά ακόμη, γλώσσα με την οποία επιχείρησε να εξοικειωθεί ξανά προς το τέλος της ζωής του). Μεγαλώνοντας, απέκτησε φήμη ταλαντούχου ποδοσφαιριστή (του αμερικανικού football), και μάλιστα πήρε και τη σχετική υποτροφία από το πανεπιστήμιο Columbia, αν και ήδη τότε είχαν στραφεί αλλού τα ενδιαφέροντά του. Παρ όλ αυτά, πρόλαβε να πλακωθεί άπειρες φορές με τον προπονητή του, βρίζοντάς τον άγρια όποτε τον κρατούσε στον πάγκο, ακόμα και την περίοδο που είχε σπάσει το πόδι του. Η ζωή του, όμως, ήταν ήδη ο δρόμος, το ταξίδι, η αλητεία, η περιπλάνηση, το μποέμικο ιδεώδες που τον οδήγησε στα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του, από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο κι από το Μεξικό στο Παρίσι και την Ταγγέρη. Τρέμοντας την ανία πιο πολύ κι απ τον ίδιο το θάνατο, ήθελε να βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, πάντα αναζητώντας νέες εμπειρίες, δηλαδή υλικό για γράψιμο. Και το βρήκε και με το παραπάνω, κάνοντας παρέα με τον υπερκινητικό μποέμ άρχοντα του δρόμου, Νιλ Κάσαντι που μετά βεβαίως αποθεώθηκε ως «Σαλ Πάρανταϊζ» στο βιβλίο Στο δρόμο, που έχει αισίως ξεπεράσει στις μέρες μας τα 5.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις, ίσως και πολύ παραπάνω, ο οποίος έγινε ο πιο διάσημος «χαρακτήρας» του και τον οδήγησε στις πιο αξέχαστες περιπέτειες και τις πιο τρελές καταστάσεις. Μεταξύ της ολοκλήρωσης του Στο δρόμο, το 1951, και της καθυστερημένης κυκλοφορίας του, έξι χρόνια μετά, ο Κέρουακ δεν σταμάτησε να καταγράφει τις εμπειρίες του με αδιάκοπους ρυθμούς σε ελεύθερη φόρμα, έβλεπε όμως τα κείμενά του να απορρίπτονται από τους γνωστούς εκδοτικούς οίκους. Οταν στα τέλη της δεκαετίας του 50, με την κυκλοφορία του Στο δρόμο αλλά και του Ουρλιαχτού, του ποιήματος-ύμνου στην «κατεστραμμένη γενιά» που είχε γράψει ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ξέσπασε μέσω των media η τρέλα με τον «beat τρόπο ζωής», ο ίδιος είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για το «κίνημα». Την επόμενη και τελευταία δεκαετία της ζωής του, την πέρασε ζώντας με την αυταρχική και συντηρητική μητέρα του, γράφοντας λίγο και πίνοντας πολύ... Σταδιακά έχασε επαφή και με τους πρώην «συντρόφους» τους οποίους πλέον περιφρονούσε και τα σχόλιά του για την κοινωνία σε όσους είχαν την υπομονή να τ ακούσουν άρχισαν να ηχούν αντισημιτικά, ομοφοβικά (πολλή κουβέντα έχει γίνει αν τελικά υπήρξε κι ο ίδιος ένας βαθιά καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος), ρατσιστικά εν ολίγοις, και μάλιστα προς κάθε κατεύθυνση.
Δεν ήταν ρατσιστής ο Κέρουακ, απλώς πικραμένος και πάντα αλλεργικός στην πολιτική. Ολοι γινόμαστε αντιδραστικοί όταν γερνάμε πικραμένοι. Πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ρατσιστή τον άνθρωπο που έγραψε το 1949 λίγο πριν από την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, The Town and the City στο ημερολόγιό του, αφού ξενύχτησε στη μαύρη γειτονιά του Ντένβερ:
«Κατάλαβα ότι ακόμα και το καλύτερο που μπορούσε να μου προσφέρει ο λευκός κόσμος δεν είχε αρκετή έκσταση μέσα του, δεν είχε αρκετή ζωή, χαρά, ένταση, μουσική.
Δεν είχε αρκετή νύχτα... Μακάρι να ήμουν Νέγρος... οτιδήποτε εκτός από ένας απογοητευμένος λευκός απογοητευμένος από τα καλύτερα πράγματα στο λευκό κόσμο του... Ημουν τόσο θλιμμένος... ευχόμουν να ανταλλάξω κουβέντες με τους ευτυχισμένους, ειλικρινείς, εκστατικούς Νέγρους της Αμερικής... ευχόμουν να είμαι οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό μου τόσο χλομός και δυστυχισμένος, τόσο θολός...»
Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο τον καιρό ο νεαρός Κέρουακ ήταν μια δύναμη της φύσης, μια ασίγαστη φλόγα, και δεν το έβαζε εύκολα κάτω: «Πολύ ταξίδι.
Οχι στασιμότητα. Οχι άλλη θλίψη! Οχι άλλο μεταφυσικό δέος! Δράση... ταχύτητα... χάρη... Πάμε! Γράψιμο που ξεπηδά από αληθινές σκέψεις, όχι από στείρους συλλογισμούς.
Στο δρόμο θα εκφράσω περισσότερα και θα καταγράψω λιγότερα...»
Οταν έγραψε αυτά τα λόγια, το ημερολόγιο έγραφε 28 Φεβρουαρίου του 1950.
Περίπου ένα χρόνο μετά, θα έγραφε τη διάσημη «διακήρυξή» του Στο δρόμο, και συγχρόνως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αποσπάσματα βιβλίου του 20ού αιώνα...
Στο δρόμο
«...Οι μόνοι άνθρωποι που μετράνε για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, αυτοί που ποθούν τα πάντα συγχρόνως, που δεν χασμουριούνται ποτέ και δεν λένε ποτέ κοινοτοπίες, μόνο καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν υπέροχα κίτρινα ρωμαϊκά κεριά που εκτοξεύονται σαν αράχνες πάνω στ άστρα...»
Ο Κέρουακ αναζητούσε σ' όλη του τη ζωή αυτό που αποκαλούμε «πνευματικότητα» σε κάθε μορφή και διάστασή της, θρησκευτική και μη, συχνά με αντιφατικό τρόπο. Υπήρξε επιμελής μελετητής του βουδισμού και της ζεν πρακτικής, αλλά ποτέ δεν αποκήρυξε την ταυτότητα του καθολικού. Μια φορά, μάλιστα, όταν κάποιος δημοσιογράφος του επισήμανε ότι ο Χριστός απουσιάζει από το έργο του, αυτός οργισμένος του απάντησε: «Αν είχες διαβάσει αυτά που έχω γράψει, θα καταλάβαινες ότι πάντα για τον Χριστό γράφω!»
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες φίλων και γνωστών επώνυμων και μη, ο Κέρουακ δεν ήταν ούτε δαίμονας ούτε άγιος, αλλά ένα παθιασμένο, ευγενικό, βαθιά διχασμένο και αυτοκαταστροφικό εντέλει άτομο, που το μόνο όνειρο που είχε από παιδί ήταν να γίνει συγγραφέας. Εγκλωβισμένος στο ρόλο του παρατηρητή συχνά, γοητεύτηκε από δυναμικούς χαρακτήρες όπως ο Γκίνσμπεργκ, ο Μπάροουζ, ο Γκρέγκορι Κόρσο και κυρίως ο «αυθεντικός» Νιλ Κάσαντι ορφανός, κλέφτης, καουμπόι, γυναικοκατακτητής, αλήτης, ατρόμητος, που έμοιαζαν να αισθάνονται πιο άνετα στο ρόλο του «περιθωριακού καλλιτέχνη» απ ό,τι ο ίδιος. Αλλοι διάσημοι συγγραφείς πάντως που τον γνώρισαν και μάλιστα απ αυτούς που δεν χαρίζουν κάστανα, όπως ο Νόρμαν Μέιλερ και ο Γκορ Βιντάλ έχουν μιλήσει με γενναιοδωρία για τη «γλυκύτητα του χαρακτήρα» και τη «ζωώδη χάρη» του. Το βέβαιο είναι ότι υπήρξε λυτρωτής για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς και ποιητές, απελευθερώνοντάς τους από τους συμβατικούς κανόνες του γραπτού λόγου.
Ο θρύλος αναφέρει ότι ο Κέρουακ έγραψε το πιο διάσημο βιβλίο του σε τρεις μόλις εβδομάδες, σε κατάσταση εκστατικής φρενίτιδας (με τη βοήθεια αμφεταμινών), αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει μάλλον (αν και ισχύει σίγουρα για την απνευστί πρόζα ενός μεταγενέστερου βιβλίου του, τους Υποχθόνιους, τους οποίους έγραψε μέσα σε τρεις μέρες χωρίς διάλειμμα). Η αλήθεια είναι πάντως ότι μέχρι το τέλος πίστευε στο αξίωμα που ο ίδιος είχε θέσει: «πρώτη σκέψη = σωστή σκέψη» και απεχθανόταν το «μονταρισμένο» λόγο άλλων λογοτεχνών.
Το αν υπήρξε πραγματικά πολύ σπουδαίος ποιητής και συγγραφέας ο Τρούμαν Καπότε είχε σχολιάσει υποτιμητικά τον Κέρουακ λέγοντας ότι «αυτό δεν είναι γράψιμο, είναι δακτυλογράφηση» είναι μια ακαδημαϊκή συζήτηση που σέρνεται χρόνια εντός και εκτός πανεπιστημίων. Σίγουρα, πάντως, υπήρξε ένας πολύ αφοσιωμένος στο έργο του συγγραφέας, που επηρεάστηκε από τον Τζακ Λόντον, τον Ντοστογέφσκι, τον Προυστ και τον Τζόις. Και με τη σειρά του απελευθέρωσε τη μούσα ανθρώπων όπως ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν, ο Χάντερ Τόμσον, ο Τομ Ρόμπινς, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τομ Γουέιτς. Αν υπήρξε πάντως ποτέ αυτό που λέμε «Ποιητής του Δρόμου», αυτός ήταν ο Τζακ Κέρουακ.
Αμερικανικό ΧαΪκού (1959)
«Νωρίς το πρωί, κίτρινα λουλούδια κι εγώ σκέφτομαι τους μεθύστακες στο Μεξικό. Κανένα τηλεγράφημα σήμερα μόνο κι άλλα φύλλα πεσμένα. (...)»