Άλλωστε ο Φάουστ αποτέλεσε το έργο ζωής του Γκαίτε που άρχισε να το γράφει το 1773 σε ηλικία 25 περίπου ετών. Ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος του έργου το 1806 και καταπιάστηκε με το δεύτερο μέρος του τα χρόνια που ακολούθησαν για να το ολοκληρώσει το 1831, επτά μήνες πριν το θάνατό του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως έγινε το μεγάλο πρότυπο που παρακίνησε δεκάδες δημιουργούς να αναπλάσουν το μύθο του μέχρι τις μέρες μας σε όλες τις μορφές της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Και εδώ είναι που έρχεται η παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου που παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μία παράσταση που αποδομεί το έργο καταφέρνοντας κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Τον κάνει απόλυτα κατανοητό και προσιτό τουλάχιστον στη γραμμική του μορφή στο ευρύ κοινό. Όχι, η Ευαγγελάτου δεν χρησιμοποίησε απλά υλικά, αξιοποίησε στο έπακρο το βαρύ θεατρικό της dna ξεδιπλώνοντας κάθε πτυχή του ταλέντου της και επιδεικνύοντας μία σπάνια ωριμότητα στην θεατρική αναπαράσταση του δαιδαλώδους κειμένου, μας χάρισε μία ξεκάθαρη οπτική από την οποία –προφανώς- εσκεμμένα δεν παρεκτράπη στιγμή.
Ο πλήρης ημερών Φάουστ έχει κατακτήσει το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης. Αισθάνεται, ωστόσο, ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την πραγματική ζωή. Γι΄ αυτό και αποζητά απεγνωσμένα το νόημά της. «Θέλω να βυθιστώ στον ίλιγγο, στις απολαύσεις που χαρίζει η οδύνη, στο μίσος που αγαπά , στην πυρκαγιά που δροσιά δίνει», λέει στον Μεφιστοφελή και ταυτόχρονα έρχεται για πρώτη φορά στη ζωή του σε επαφή με την σκοτεινή πλευρά του εαυτού του.
Ο Γκαίτε ενσωματώνει στο κείμενο του Φάουστ όλους τους προβληματισμούς που τον απασχόλησαν κατά το διάστημα της σύνθεσης του έργου, όλες τις διαφορετικές ιδέες και τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε, παραδίδοντας τελικά ένα εξαιρετικά περίπλοκο έργο το οποίο ό ίδιος χαρακτήρισε ως «τραγωδία». Η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν στάθηκε στο καθένα από αυτά διεξοδικά. Δεν προέβη σε αναλύσεις και σε μακρυστόχαστους φιλοσοφικούς στοχασμούς. Δεν άγγιξε όσο θα περιμέναμε το ζήτημα της θρησκείας (παρέλειψε μάλιστα την αρχική σκηνή συνομιλίας Αρχαγγέλων Θεού και Μεφιστοφελή). Είχε σαφή στόχο και σκοπό. Αρκέστηκε στο να καταδείξει τη σκοτεινή πλευρά του ήρωά της (και συνεκδοχικά όλων των ανθρώπων), τα ζωώδη του ένστικτα και τις ανείπωτες επιθυμίες που τον κατατρώγουν. Και μέσα από την αέναη πάλη του καλού και του κακού νιώσαμε πως τελικά επικράτησε το δεύτερο. Ο Φάουστ τελικά γίνεται ο ίδιος Μεφιστοφελής, παραδίδεται σ΄αυτό που ο ίδιος φοβόταν, στο είναι του υποσυνειδήτου του. Έρμαιο των επιθυμιών του άγεται και φέρεται από αυτές. Δεν καταπλακώνεται από το χαμηλό ταβάνι της επιστήμης του και από τις υπόγειες ατραπούς στις οποίες είχε βυθιστεί μελετώντας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ορθώνει το ανάστημά του, αποτινάσσει τα δεσμά της λογικής και φτάνει στο σημείο να σκαρφαλώσει ακόμη και στην κορυφή κλείνοντας συμφωνία με τον ίδιο τον Διάβολο.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως η χρήση του αιωρούμενου κεκλιμένου επιπέδου του Προκόπη Βλασερού λειτούργησε εξόχως συμβολικά είτε ως ταβάνι είτε ως πλατφόρμα είτε ως λόφος, ενώ ο εικαστικός διάκοσμος που δημιούργησαν από κοινού η Εύα Μανιδάκη στα σκηνικά και η Ελευθερία Ντεκώ στους φωτισμούς ήταν αριστουργηματικός.
Αποκορύφωμα; Η οργιώδης Βαλπουργία νύχτα, η νύχτα που οι μάγισσες ενώπιον του Μεφιστοφελή και του Φάουστ ιππεύουν τράγους και πλανώνται μέσα στο σκοτάδι στις κορυφές των βουνών, διαπράττοντας μαγείες και όργια. Η σκοτεινή αυτή σκηνή, στην οποία συμμετέχουν σπουδαστές του Πειραϊκού Συνδέσμου, αποτελεί κανονικό έργο τέχνης και συνοψίζει όλη τη φιλοσοφία της παράστασης.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Νίκου Κουρή και Αργύρη Πανταζάρα, με προεξάρχοντα τον δεύτερο, έδωσε ερμηνείες που ζυγίζουν πολλά καράτια υποκριτικής. Υπό τα σκηνοθετικά ηνία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, οι δύο υπερταλαντούχοι ηθοποιοί ξεδίπλωσαν όλη την υποκριτική και κινησιολογική τους δεινότητα και μας μετέδωσαν με αξιοσημείωτη ένταση τη μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό. Ο Μεφιστοφελής- Αργύρης Πανταζάρας, ενσάρκωσε ιδανικά το alter ego του Φάουστ- Νίκου Κουρή, αυτού που πυροδότησε τον εθισμό του στην ηδονή και τις απολαύσεις. Οι δυο τους ορμάνε δαιμονισμένα στην ηδονή και στον πόνο μέσα σε ένα σύμπαν απεγνωσμένων ανθρώπων και βουβών, αμέτοχων θεών.
Στο σύμπαν αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η Μαργκερίτ, η νεαρή κοπέλα που ο Φάουστ ερωτεύεται και παρασύρει στην καταστροφή.
Η Νάνσυ Σιδέρη, δυστυχώς, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις δύσκολες απαιτήσεις του ρόλου της και μολονότι ήταν σαφώς καλύτερη στο δεύτερο μέρος της παράστασης και ειδικότερα προς το τέλος της, δεν κατάφερε τελικά να μας πείσει. Αντιθέτως, πολύ καλή ήταν η Δήμητρα Βλαγκοπούλου στο ρόλο της Μάρθας, ενώ ευχάριστα μας εξέπληξαν και οι σπουδαστές που συμμετείχαν στη σκηνή της Βαλπουγίας Νύχτας.
Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Και βέβαια. Πρόκειται για μία εξαιρετική θεατρική στιγμή που επιβάλλεται να παρακολουθήσετε.
Προσοχή ωστόσο. Για κανέναν λόγο μην επιλέξετε να δείτε την παράσταση από τα θεωρεία. Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που –δυστυχώς- σε τόσο μεγάλες παραγωγές δεν λογίζεται καθόλου το αν όλοι οι θεατές βλέπουν την παράσταση. Η θέα από τα θεωρεία, ιδιαίτερα τα πλαϊνά, που σημειωτέον στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είναι πολλά και εκτείνονται σε τρεις ορόφους, είναι τουλάχιστον απογοητευτική.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]