Ταξίδι με τον ζωγράφο των «επτά ημερών»

19.12.2012
Από τον χρωστήρα και τα πενάκια του πέρασαν δεκάδες ταινίες, από το «Ραντεβού στη Βενετία» με την Οντρεϊ Χέπμπορν μέχρι τον «Χορό των καταραμένων» με τον Μάρλον Μπράντο και από τη «Μαγική πόλη» του Ν. Κούνδουρου μέχρι «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» με την Τζένη Καρέζη

«To μέγιστο καλό που μας χαρακτηρίζει είναι το ότι δουλεύουμε για το εφήμερο. Η δόξα και η χαρά διαρκούν τόσο, όσο η κάθε δουλειά μας βρίσκεται στην αγορά. Ετσι, δεν θα στήσουμε ποτέ μόνοι μας μνημείο του εαυτού μας».

Ο Γιώργος Βακιρτζής, αυτός ο ζωγράφος της «έβδομης τέχνης των επτά ημερών», αν και γνώριζε ότι δουλεύει για το εφήμερο, το υπηρέτησε πιστά και άριστα. Γι΄ αυτό ακριβώς η «εφήμερη» τέχνη του πέρασε στην αιωνιότητα της Ιστορίας.

Οι περίφημες γιγαντοαφίσες του για τον κινηματογράφο μπορεί να μη διασώθηκαν εκτός από μερικές. Κάποιες στολίζουν και συλλογές μουσείων. Τώρα έκανε την εμφάνισή του ένα λεύκωμα με το οποίο έρχεται για πρώτη φορά στο φως η προετοιμασία του ζωγράφου για τη δημιουργία της γιγαντοαφίσας που δέσποζε στις προσόψεις των κινηματογραφικών αιθουσών, προσελκύοντας τους θεατές να κόψουν εισιτήριο και της λιθογραφικής αφίσας που διαφήμιζε την ταινία σε συνοικίες της πόλης.

Ο λόγος για διακόσια περίπου προπαρασκευαστικά σχέδια (μακέτες) για γιγαντοαφίσες και λιθογραφικές αφίσες για αφισοκόλληση, τα οποία μαζί με σκίτσα και σημειώματα αποτελούν τον κόσμο του Βακιρτζή και τα οποία ξεδιπλώνει το δίγλωσσο λεύκωμα «Προσεχώς. Με τις αφίσες και τα σχέδια για τον κινηματογράφο του Γιώργου Βακιρτζή», σε γενική επιμέλεια του Χρήστου Μαργαρίτη, επικεφαλής μιας ομάδας ανθρώπων που συγκέντρωσε το πολύτιμο υλικό της ιδιωτικής Συλλογής Starlets, και επιπλέον κείμενα των Νίκου Κούνδουρου, Ειρήνης Οράτη και Δημήτρη Θ. Αρβανίτη.

Μια αφίσα οφείλει να ξαφνιάσει τον θεατή, να τον κάνει να αντιδράσει. Μόνο έτσι παίζει τον ρόλο της, όταν μεταφέρει άμεσα το μήνυμά της και γίνεται μέσον μετάδοσης. Αυτό πέτυχε ο Γ. Βακιρτζής (1923-1988), αυτός «ο πληθωρικός ''εξπρεσιονιστής'', ο ταχυδακτυλουργός του χρωστήρα της ψαρόκολλας, που ξεπέρασε τον δάσκαλό του Στέφανο Αλμαλιώτη», όπως αναφέρει ο Χρ. Μαργαρίτης, μέσα από το εργαστήριό του στην αυλή πίσω από το «Αττικόν», στην οδό Χρήστου Λαδά 11.

Το 1960 και αφού είχε σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών μετέφερε το ατελιέ του στη λεωφόρο Αμαλίας, όπου σταμάτησε το 1968 να ζωγραφίζει γιγαντοαφίσες, με την κρίση των κινηματογραφικών αιθουσών τη δεκαετία του ΄70.

Με ποπ διάθεση, αν και δεν ήταν κοινωνός του συγκεκριμένου κινήματος, με αδρές, πλατιές πινελιές και μη συμβατικά χρώματα (μπλε, πράσινο, κάτασπρο, καφέ), δημιούργησε αξεπέραστες συνθέσεις ή προσωπογραφίες κινηματογραφικών πρωταγωνιστών, γεμάτες παλμό και ζωντάνια. Για τους άνδρες πρωταγωνιστές επιδίωκε, όπως παρατηρεί η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη, την έντονη φωτοσκίαση, ενώ στα γυναικεία πρόσωπα επέλεγε τη χρήση ενιαίων μονοχρωματικών επιφανειών που φωτίζονται είτε με δυνατό φως στα μάτια, με την προσθήκη ενός πολύ έντονου χρώματος, είτε με την ενσωμάτωση κάποιου εξωτερικού στοιχείου στο φόντο, όπως ένα λουλούδι ή το φεγγάρι.

Από τον χρωστήρα και τα πενάκια του πέρασαν δεκάδες ταινίες, από το «Ραντεβού στη Βενετία» με την Οντρεϊ Χέπμπορν μέχρι τον «Χορό των καταραμένων» με τον Μάρλον Μπράντο και από τη «Μαγική πόλη» του Ν. Κούνδουρου μέχρι «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» με την Τζένη Καρέζη.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΜΠΟΥΛΑ