Αγαπημένε μου Σωτήρη,
Στιγμές δόξας ζει ο Τσάκας στη Νικομήδεια, όπου οι συντοπίτες του γκρέμισαν τα τείχη του χωριού προκειμένου να υποδεχτούν τον...Σωτήρα του τόπου τους. Από την Κυριακή που πάτησε το πόδι του στα πάτρια εδάφη, δεν έχει καθίσει στιγμή να ξαποστάσει, να δει λίγο τους δικούς του, να πουν μια κουβέντα σαν οικογένεια. Το πρόγραμμα του είναι υπερφορτωμένο και στιγμή δε σταματούν να έρχονται οι προσκλήσεις για να παραβρεθεί σε διάφορες εκδηλώσεις προς τιμήν του.
Πότε του έχει τραπέζι η θεία Σουλτάνα, πότε πρέπει να περάσει από την ταβέρνα του Κωστίκα, πότε να ανάψει ένα κερί στην Παναγία τη Σουμελά, δεν έχει χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αν τον δεις θα τον λυπηθείς, διότι στην κυριολεξία έχει ρέψει. Τα μάτια του έχουν κόψει, έχει τεράστιους κύκλους κάτω από αυτά, είναι κιτρινιάρης, ενίοτε κι άσπρος σαν το πανί και γενικά ο άνθρωπος θέλει επειγόντως ύπνο προτού...καταρρεύσει. Ωστόσο, τον ίδιο δε φαίνεται να τον ενοχλεί και πολύ καθότι απολαμβάνει τους ευφημισμούς των συντοπιτών του. Μάλιστα, όπως λένε κάποιοι, με τις εμφανίσεις του αυτές κάνει προπονήσεις για το...βουλευτικό αξίωμα. Τα νέα που έφτασαν στα αυτιά του ότι και καλά τον θέλουν τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας στο ψηφοδέλτιο τους, τον συγκίνησαν φέρνοντας του κατά νου στιγμές απείρου καλούς στη Βουλή... όταν από τα έδρανα θα μιλάει για τα προβλήματα της περιοχής του, για την αγροτιά και γενικά για την αθάνατη ελληνική επαρχία. Ήδη, ξεκίνησε δειλά κάποιες "πολιτικές" δηλώσεις, όταν παραπονέθηκε ότι η πολιτεία και τα μέσα ενημέρωσης, τις δύσκολες μέρες του χιονιά, ξέχασαν τη βόρεια Ελλάδα και ασχολήθηκαν μόνο με την Αθήνα. Κι έχει δίκιο, διότι δε μπορείς να δείχνεις μόνο τους αποκλεισμένους Εκαλίτες και κάποιον ονόματι Τσάκα να πίνει τσίπουρο στο αποστακτήριο του ξαδέρφου του και να κόβει τη βασιλόπιτα.
Ο Γιώργος, επίσης, στα πλαίσια του "για να γίνω πολιτικός πρέπει να τσιμπήσω από τώρα κάνα ψήφο" μετά των τηλεοπτικών συνεργείων, της Άννιας, του πατέρα και της μάνας του πήρε σβάρνα τους δρόμους του χωριού κι όπου συναντούσε κάνα παππού του μιλούσε σε άπταιστα ποντιακά. Στους πολύ γέροντες που δε δύναται να πηγαίνουν μέχρι τις κάλπες να ρίχνουν την πολύτιμη ψήφο τους, τους έλεγε ένα "Γεια σου παππού, καλά;". Ακόμη, μας ξενάγησε στα χωράφια του, στην αποθήκη του, όπου βάζει το τρακτέρ, τα εργαλεία και τα ξινάρια κι ενώ αυτός καμάρωνε για το βιος του, εμείς ανησυχούσαμε για το συνεργείο μήπως και πεταγόταν κάνας πελώριος ποντικός και όπου φύγει, φύγει.
Αγαπημένε μου Σωτήρη, στιγμές δόξας ζει ο Τσάκας στη Νικομήδεια όπου οι συντοπίτες του γκρέμισαν τα τείχη του χωριού προκειμένου να υποδεχτούν τον...Σωτήρα του τόπου τους. Από την Κυριακή που πάτησε το πόδι του στα πάτρια εδάφη δεν έχει καθίσει στιγμή να ξαποστάσει, να δει λίγο τους δικούς του, να πουν μια κουβέντα σαν οικογένεια.