Από την Κατερίνα Χριστακοπούλου
Το πρώτο θέμα για τον Λευτέρη Καρβέλα είναι η μοναδικότητα. Δεν θα μπορούσε ποτέ, τονίζει έντονα, να γίνει «άλλος ένας Νίκος Καρβέλας», γιατί σιχαίνεται τις «νέες εκδοχές», τις «σχολές» και τις απομιμήσεις. «η μουσική που δημιουργείς θέλει τη δική σου ψυχή, τη δική σου δύναμη και τη δική σου φωνή», μας είπε χαρακτηριστικά.
«Γι’ αυτό θαυμάζω τη Μαρινέλλα, τη Χάρις Αλεξίου, τη Γλυκερία, τον Στράτο Διονυσίου, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γιάννη Πάριο και, φυσικά, βρίσκω σπουδαία τη φωνή της Άννας Βίσση. Έχουν προσωπικό στυλ». Ο θείος του τον πήρε υπό την προστασία του; «Όχι, βέβαια», δίνει δυνατά την απάντηση. Μία ήταν η συμβουλή που του έδωσε ο Νίκος Καρβέλας, αλλά έκανε για δέκα! Του είπε: «Κάνε το, αλλά κάνε το καλά και προπάντων να είσαι ο εαυτός σου!». Κανείς δεν μπορεί να σου «διευκολύνει» την καθιέρωση σε αυτόν το χώρο, μου είπε ο Λευτέρης, αν πράγματι δεν έχεις «κάτι» να δώσεις
Το μουσικό του «παρελθόν»
«Ψαγμένο» άτομο γενικά ο 27χρονος μουσικός και σε μια συνεχή αναζήτηση, έχει συνδυάσει ποπ, ροκ, τζαζ, μπλουζ, μπαλαντικά στοιχεία και ηλεκτρικές κιθάρες. Υπήρξε μάλιστα ο lead guitarist ενός συγκροτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα τελευταία χρόνια αρχίζει να μετράει συνεργασίες με σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες. Το δεύτερο θέμα για εκείνον είναι η ανατροπή. Στη ζωή και την τέχνη. Και το απέδειξε όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες πήγε για να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων, αλλά «τα βρόντηξε όλα» και έγινε μουσικός.
Ανατροπή όμως κάνει ακόμη και στις γυναίκες, όπως διαπίστωσα. Του ανέφερα μια πολύ όμορφη Ελληνίδα και πήρα την απάντηση: «Α, ξανθιά... Δεν μου λέει κάτι! Ακούγεται τετριμμένο, αλλά για μένα δεν μετράει μόνο η όμορφη φάτσα. Παίζει ρόλο το μέσα της». Τουλάχιστον μιλάει πολύ με τις γυναίκες; «Ειδικά με τις γυναίκες μιλάω μόνο με πράξεις».
Όσο για τον ελεύθερο χρόνο του, «είμαι πωρωμένος με το μοτοκρός και το σινεμά, που είναι ο καλύτερος τρόπος εκτόνωσής μου, γιατί δεν μπορώ τη βαβούρα». Προβληματίζεται γιατί είναι σεμνός και φοβάται μήπως τον θεωρήσουν πολύ εγκεφαλικό: «Είναι σαν να τους λες είμαι απρόθυμος να κάνω όλες τις ανοησίες που επιβάλλονται σήμερα για να γίνεις επιτυχημένος. Δεν κάνω μουσική μόνο για να βγω εξώφυλλα στα περιοδικά και να μου την πέσουν πέντε γυναίκες παραπάνω!».
Έκανε την έκπληξη
Στις Ηπα ύστερα από ένα χρόνο σπουδών και ένα ξαφνικό φλας εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες του να ασχοληθεί με τη διοίκηση επιχειρήσεων για να γίνει ένας απλός μουσικός. Παίζοντας ερασιτεχνικά από 16 χρόνων κιθάρα, η μουσική που ήταν μέσα του σαν μια ιδέα σκόρπια γινόταν σιγά σιγά έρωτας.
Ξύπνησε ένα πρωί και είπε στον εαυτό του: «Τελείωσε! Αλλάζω πανεπιστήμιο. Θα γίνω μουσικός». Έτσι, κρέμασε την κιθάρα του στον ώμο και πήρε το δρόμο για τη Βοστόνη, αποφασισμένος να μπει στο εκεί μουσικό πανεπιστήμιο Berklee College of Music. «Το είχες σκεφτεί καλά;» τον ρώτησα. «Φυσικά. Τρεις μήνες», μου απάντησε.
Αριστούχος και με το πτυχίο Guitar Performance στα χέρια, δημιούργησε το συγκρότημα «Τhe L.C. Βand», εμπνευσμένο από τα αρχικά του ονόματός του. Κι ενώ πολλοί το είχαν σίγουρο ότι θα διαπρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού άλλωστε έχει γεννηθεί στη Νέα Υόρκη, ο ίδιος ετοίμασε τις βαλίτσες του και επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα για να κυνηγήσει το όνειρο Ήταν το 2000 όταν πήρε το επαγγελματικό βάπτισμα ως κιθαρίστας και εντάχθηκε στην ορχήστρα της Άννας Βίσση στα «Αστέρια» της Γλυφάδας. Στο δίσκο της «Παράξενες εικόνες» έκανε τη σύνθεση, την ενορχήστρωση και την παραγωγή 5 τραγουδιών. Τον περασμένο χειμώνα δούλεψε με τον Σταμάτη Γονίδη και τη Νατάσα Θεοδωρίδου, ενώ παλιότερες συνεργάστηκε με τον Χρήστο Δάντη, τους Goin’ Through, τον Δημήτρη Κοργιαλά, τη Δέσποινα Ολυμπίου, τον Γιώργο Δημητριάδη και την Ελισάβετ Καρατζόλη.
Η νέα του δουλειά
«Όσο ο ήλιος θα ζει» είναι ο τίτλος του νέο CD του, ενώ για την καλοκαιρινή σεζόν θα εμφανίζεται στο «Αποθέωσις», ένα νεανικό μαγαζί της Πάτρας. Ατμοσφαιρικοί ήχοι και «γερές» μελωδίες χαρακτηρίζει ο ίδιος τη δουλειά του. «Υπάρχει ένα τραγούδι για κάθε στιγμή. Άλλοτε για ξεφάντωμα ή τρυφερότητα και άλλοτε για νοσταλγία. Έχω κάνει τη μουσική, ενώ τους στίχους έγραψαν ο Ποσειδώνας Γιαννόπουλος, ο Γιάννης Μαύρου και η Μαίρη Καββαθά». Θεωρεί πως η ταχύτητα δεν οδηγεί πάντα μπροστά και πως ο καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα, ωστόσο δέχεται ότι «όλους μας ενδιαφέρει η εμπορικότητα, ακόμη και τους έντεχνους. Αν δεν ακούει ο κόσμος τη μουσική σου, δεν υπάρχεις».
Με χιούμορ ο Λευτέρης Καρβέλας αναφέρθηκε και στα «ψώνια» του χώρου και στη λογική του «κραξίματος»: «Στην Ελλάδα ζούμε! Άμα δεν σε κράξουν και λίγο Όλοι λίγο πολύ ψώνια είμαστε, αρκεί να μάθουμε να το δαμάζουμε αυτό το δαιμόνιο. Και όταν χτυπάει κόκκινο, τότε πρέπει τα δικά σου άτομα να σε γειώνουν λέγοντας: «Ε, πού πας, ψώνιο;».