Από τη ΣΙΣΣΥ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ, Φωτό: ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΚΗ - ΑΡΧΕΙΟ ΛΟΙΠΟΝ
Έφυγε ξαφνικά, με ένα μεγάλο παράπονο στην ψυχή κι ένα μαράζι. Τι κι αν 40 χρόνια είχε χαρίσει μόνο γέλιο στον κόσμο. Τι κι αν αρκούσε μια γκριμάτσα του - μια «μούτα», όπως την αποκαλούν στη θεατρική γλώσσα - για να κάνει τους άλλους να ξεκαρδιστούν. Η ψυχή του Σωτήρη Μουστάκα εδώ και περίπου 10 χρόνια «έκλαιγε», αλλά η αξιοπρέπεια του μεγάλου θεατρίνου δεν άφηνε τους άλλους να δουν τον καημό του, την αγωνία του, τη στεναχώρια του, το μεγάλο δράμα που περνούσε, το οποίο όλοι εμείς που τον αγαπούσαμε ξέραμε.
Η αγαπημένη του σύζυγος, η Μαρία Μπονέλου, είχε προσβληθεί από Αλτσχάιμερ και μέσα σε λίγο διάστημα έπεσε κατάκοιτη, βυθίζοντάς τον στη θλίψη. Αυτό ήταν το σαράκι που έτρωγε τον ηθοποιό, αλλά εκείνος έκανε την καρδιά του πέτρα και κάθε βράδυ ανέβαινε στη σκηνή και έκανε τους άλλους να γελάνε, ενώ ήξερε πως η δική του ψυχή δεν θα ξαναγελούσε ποτέ!
Το είχαν σεβαστεί και όλοι οι δημοσιογράφοι, καθώς ήταν ένα κομμάτι της ζωής του το οποίο αποτελούσε το μεγάλο αγκάθι που ξέσκιζε την καρδιά του. Άνθρωπος με αξίες - πάνω και κάτω από το σανίδι -, ο Σωτήρης Μουστάκας δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να εγκαταλείψει τη γυναίκα που λάτρεψε και τον λάτρεψε. Ήταν πάντα δίπλα της. Ακόμα και όταν βρισκόταν στο θέατρο, έπαιρνε αρκετές φορές τηλέφωνο στο σπίτι την κοπέλα που πρόσεχε «το Μαράκι του» για να ρωτήσει πώς πάει το κορίτσι του. Ήξερε πως η κατάσταση δεν ήταν αναστρέψιμη, αλλά ήλπιζε μέχρι την τελευταία στιγμή σε ένα θαύμα.
Οι φίλοι και οι γνωστοί γνωρίζαμε το μαράζι του, το βουβό πόνο και την ταλαιπωρία που ζούσε, αλλά δεν τολμούσαμε καν να τον ρωτήσουμε. Το ξέραμε ότι ανέβαινε εδώ και χρόνια το δικό του Γολγοθά, ενώ σε κάποιους πολύ δικούς του ανθρώπους, όταν ξεσπούσε στεναχωρημένος, έλεγε: «Σκέφτομαι αν φύγω εγώ τι θα γίνει το Μαράκι μου».
Θυμάμαι, στην τελευταία παράστασή του, στο «Ένα αταίριαστο ζευγάρι» στο θέατρο «Μινώα», όταν πήγα να τον δω, γιατί με είχε τιμήσει με τη φιλία και την εμπιστοσύνη του, ήταν ανήσυχος. Λες και προαισθανόταν ότι η ζωή θα του έπαιζε ένα τραγικό παιχνίδι. Μου έδειξε μια φωτογραφία της Μαρίας Μπονέλου που είχε στο κινητό του - αγνώριστη πια από τα σημάδια της αρρώστιας - έβγαλε έναν αναστεναγμό και με «σπασμένη» φωνή μου είπε:
«Οι γιατροί λένε ότι η Μαρία δεν καταλαβαίνει τίποτα πια. Όμως, εγώ το ξέρω ότι με καταλαβαίνει όταν της μιλάω. Σκέφτομαι τι θα γίνει αν φύγω πρώτα εγώ, κορίτσι μου, και φοβάμαι αν η Αλεξία μου θα είναι δυνατή. Πρέπει να είναι δυνατή».
Τι κι αν προσπάθησα να τον καθησυχάσω? λες κι εκείνος ένιωθε ότι αυτό που ευχόταν, να φύγει πρώτα η Μαρία και μετά εκείνος, δεν θα συνέβαινε. Και η σκέψη του ήταν στην άλλη του μεγάλη αγάπη, την Αλεξία, την κόρη του, ένα θαυμάσιο παιδί που έχει κάτι από τη στόφα και των δύο γονιών του, ένα πλάσμα σεμνό, ταλαντούχο, μετρημένο, που βίωνε κι εκείνη τη θλίψη με την αρρώστια της μητέρας της.
Στήριγμα ο ένας για τον άλλο, πατέρας και κόρη ήταν σχεδόν πάντα μαζί στο θέατρο. Η αγωνία του όλη ήταν να μη στεναχωρηθεί για κάτι η Αλεξία και προσπαθούσε να δείχνει ευδιάθετος. Όλοι όμως όσοι τον γνωρίζαμε ξέραμε πως όταν έκλεινε την πόρτα στο καμαρίνι του, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκριά του, γιατί σκεφτόταν την αγαπημένη του Μαρία.
Η μεγάλη του καρδιά
Ήταν περίπου πριν από 5 χρόνια κι ενώ ήδη η αρρώστια της Μαρίας Μπονέλου είχε προχωρήσει όταν έπαιζε στο «Περοκέ» και αισθάνθηκε ότι κάτι συμβαίνει με την υγεία του.
Η στεναχώρια και η πίκρα τον είχαν καταβάλει. Δυστυχώς, η μοίρα τού είχε παίξει ένα άσχημο παιχνίδι.
Ο καρκίνος τού είχε χτυπήσει την πόρτα, αλλά εκείνος ήταν τόσο επίμονος και δυνατός χαρακτήρας, που τον πάλεψε παλικαρίσια. Και όλα αυτά χωρίς να λείψει από το σανίδι. Συνάδελφός του μου είχε πει πως ο Σωτήρης Μουστάκας πονούσε πολύ, αλλά δεν άφηνε να φανεί τίποτα στον κόσμο, ενώ ήταν τόσο δυνατός, που έκανε χιούμορ και στους άλλους ηθοποιούς στα καμαρίνια. Έτσι ήταν ο Σωτήρης Μουστάκας, ένας «μάγος» που κατάφερνε με μια κίνηση να απογειώνει τον κόσμο που τον λάτρευε. «Δεν μου αρέσει να εκβιάζω το γέλιο από τον κόσμο», μου είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, την προτελευταία, μαζί με την κόρη του Αλεξία, τον περασμένο Δεκέμβριο στο ΛΟΙΠΟΝ. «Είμαι αληθινός σε αυτό που κάνω, χωρίς ψεύτικα τερτίπια, χωρίς χυδαιότητες και αυτό το νιώθει ο κόσμος. Για μένα το θέατρο είναι χαρά-κατάθεση ψυχής».
Όσο για το τι έλεγε στους νέους ηθοποιούς και πολύ συχνά στην κόρη του; «Η ηθοποιία είναι σαν ένα απάτητο και ανεξερεύνητο βουνό. Σκαρφαλώνεις με κόπο, φτάνεις στην κορυφή και βλέπεις ότι υπάρχει κι άλλη κορυφή και ύστερα κι άλλη... Όταν πεις ?έφτασα?, το έχεις χάσει το παιχνίδι από χέρι. Το θέατρο θέλει ταλέντο, χρόνο, μόχθο, πόνο, δουλειά, πάθος. Και νομίζω ότι σήμερα σε μεγάλο ποσοστό έχει εκλείψει το πάθος».
Αυτός ήταν ο Σωτήρης Μουστάκας. Ένας από τους μεγάλους μιας γενιάς ?είχε γεννηθεί το 1940 στη Λεμεσό της Κύπρου και στεναχωριόταν που δεν πήγαινε πια συχνά λόγω του προβλήματος υγείας της Μαρίας? που φεύγει σιγά σιγά αφήνοντας κενά που «σφραγίζουν» τις καρδιές μας. Γιατί στις καρδιές όλων υπήρχε ?και θα υπάρχει? αυτός ο μεγάλος ηθοποιός. Τι κι αν έφυγε με το παράπονο ότι δεν έπαιξε στις ταινίες που ήθελε, π.χ., στον Φίνο; Ότι δεν έπαιξε μια ταινία σαν του Τσάρλι Τσάπλιν ή του Γούντι Άλεν, που λάτρευε;
Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει τον εαυτό του στη διεθνή κινηματογραφική παραγωγή «Ελ Γκρέκο» του Σμαραγδή όπου υποδύθηκε τον Τισιανό και, όπως έλεγε σε φίλους και γνωστούς, επιτέλους είχε καταφέρει να παίξει κάτι πολύ δυνατό. Ευτυχώς, τον απολαύσαμε πριν από λίγο καιρό στην τηλεόραση, στο «Κόκκινο Δωμάτιο», σε ένα ρόλο που του ταίριαξε γάντι, ως έναν απατεώνα που έκανε τον παπά.
Επίσης, ο Νίκος Κούρκουλος είχε προσπαθήσει να τον πείσει να παίξει στο Εθνικό Θέατρο, αλλά οι μισθοί-ψίχουλα που δίνει η πρώτη κρατική μας σκηνή στους πρωταγωνιστές της ήταν απαγορευτικός παράγοντας. «Θέλουν πρωταγωνιστές, θα πρέπει να τους πληρώνουν καλά», μου είχε πει τότε ο Μουστάκας, που είχε αρνηθεί ευγενικά τις προτάσεις του Νίκου Κούρκουλου, παρόλο που τον ήθελε για αριστοφανική κωμωδία και Μπέκετ.
Η επιθεώρηση ήταν το αγαπημένο του είδος και τον είχε αγκαλιάσει για τα καλά. Αν και από πέρσι θέλησε να κάνει μια στροφή και είχε παρουσιάσει το καλοκαίρι με τον Θύμιο Καρακατσάνη τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, μια παράσταση που επρόκειτο να ανεβάσουν και φέτος το καλοκαίρι. Δυστυχώς όμως, η μοίρα είχε αποφασίσει αλλιώς...
Από τη Δευτέρα - που «έφυγε» από λοίμωξη του αναπνευστικού, καθώς ο καταπονημένος οργανισμός του δεν άντεξε - όλοι νιώθουμε ότι χάσαμε έναν πολύ δικό μας άνθρωπο, που αποχαιρετήσαμε χθες το μεσημέρι στο νεκροταφείο Χαλανδρίου, όπου έγινε η κηδεία του με δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού. Έχω κρατήσει πολλά από τις συνομιλίες μας, αλλά μια τελευταία φράση του ηχεί στ’ αφτιά μου: «Η ζωή έχει τους δικούς της νόμους και ο άνθρωπος τους δικούς του. Το μυστικό είναι να δίνουμε αγάπη».
ΥΓ.: Αλεξία, ξέρω, είναι δύσκολο να μην κλαις. Σκέψου, όμως, τι θα σου έλεγε ο πατέρας σου. Δεν ήθελε καν να φορέσεις μαύρα. Έχεις τα κότσια του και είσαι η ήρεμη δύναμη, όπως ήταν και αυτός, με απίστευτη θέληση, πείσμα και θάρρος. Θα τα καταφέρεις. Όλοι εμείς που τον αγαπήσαμε και σε αγαπάμε είμαστε κοντά σου. Καλό του ταξίδι.