Ο σουβλατζής του Πεκίνου

06.09.2010
Βρέθηκε στο Πεκίνο για σπουδές και βάλθηκε να κάνει τους Κινέζους να αγαπήσουν τις ελληνικές γεύσεις. Ο Βαγγέλης Γιαννάκαρος ξεκίνησε ανοίγοντας το πρώτο ελληνικό σουβλατζίδικο στην πρωτεύουσα της Κίνας, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκαινίασε το δεύτερο, ενώ τώρα είναι και ιδιοκτήτης εστιατορίου με παραδοσιακά ελληνικά φαγητά. Πώς αντέδρασαν οι Κινέζοι όταν δοκίμασαν για πρώτη φορά τζατζίκι και γιουβέτσι; Έγλειφαν τα δάχτυλά τους! Τυχαίο; Δεν νομίζουμε!

Από την Κατερίνα Σταυρίδου

Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελλάδα το 1979 και τις συνέχισε στην Κίνα, στο πλαίσιο των μορφωτικών ανταλλαγών των δύο χωρών. Πήρε πτυχίο στην Κινεζική Φιλολογία και, αφού επέστρεψε στην πατρίδα για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αποφάσισε να γυρίσει πίσω να εργαστεί και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Εκτός από 2 χρόνια που έμεινε στην Αμερική -πάλι για σπουδές-, συνεχίζει να μένει στο Πεκίνο μέχρι σήμερα. Όπως τονίζει ο Βαγγέλης Γιαννάκαρος, που κατάγεται από την Τσαγκαράδα Πηλίου: «Η διαδρομή ήταν πλούσια σε γεγονότα και εμπειρίες, αλλά και εξαιρετικά δύσκολη στην αρχή».

Greek σουβλάκι
Το βιογραφικό του είναι πλούσιο σε επαγγελματικές δραστηριότητες, σε μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Κίνας. Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα εστιατόρια, με στόχο, καθώς φαίνεται, να κάνει μόδα την ελληνική κουζίνα. Και ξεκίνησε με το πιο εύκολο, γρήγορο και πεντανόστιμο έδεσμα της χώρας μας, το σουβλάκι. Το «Greek Delicacy» απέκτησε σύντομα φανατικούς θαυμαστές, κι έτσι άνοιξε και δεύτερο. Κι αφού έμαθε τους Κινέζους να τρώνε γύρο και τζατζίκι, είπε να τους μάθει να τρώνε κι άλλα νόστιμα δικά μας φαγητά, εγκαινιάζοντας το πρώτο ελληνικό εστιατόριο του Πεκίνου, που ονομάζεται «Argo» και βρίσκεται στον προαύλιο χώρο ενός παραδοσιακού κινέζικου ξενοδοχείου. «Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω ένα χώρο πλούσιο σε ελληνική παράδοση και κουλτούρα, όπου θα συναντιούνται ο ελληνικός και ο κινεζικός πολιτισμός». Αρκετές από τις πρώτες ύλες τις κάνει εισαγωγή από την Ελλάδα, όπως τα μπαχαρικά, τα τυριά, το λάδι, τις ελιές, το κρασί, το ούζο, ακόμη και τον καφέ. Για δύο χρόνια είχε προσλάβει κι έναν Έλληνα σεφ, ο οποίος τον βοήθησε πολύ όχι μόνο στη δημιουργία του μενού, αλλά και στο στήσιμο των εστιατορίων. «Η κινεζική αγορά έχει τις ιδιαιτερότητές της», τονίζει ο Έλληνας επιχειρηματίας. «Χρειάζεται υπομονή και χρήμα στην αρχή, όπως και γνωριμίες. Πρέπει να γνωρίζεις καλά την αγορά για να επιχειρήσεις ένα καινούργιο άνοιγμα και, φυσικά, να βρίσκεσαι πάντα κοντά στον πελάτη. Επίσης, η διαφήμιση βοηθάει πολύ».

Η ελληνική κουζίνα κατακτά την Κίνα
Ο ίδιος στάθηκε τυχερός, αφού οι Κινέζοι ανταποκρίθηκαν αμέσως στις νέες γεύσεις που τους πρότεινε: «Παρόλο που η μεγάλη μάζα του πληθυσμού δεν αλλάζει εύκολα τις πατροπαράδοτες γεύσεις, υπάρχει μια μεγάλη μερίδα κόσμου που είναι πολύ κοντά στο δυτικό τρόπο ζωής και του αρέσει να δοκιμάζει ό,τι καινούργιο υπάρχει στην αγορά. Επίσης, προτιμά την υγιεινή διατροφή. Έτσι, οι ελληνικές γεύσεις δεν άργησαν να κατακτήσουν έδαφος και στην Κίνα». Ο ίδιος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να φέρει τους Κινέζους πιο κοντά στην ελληνική κουζίνα, χωρίς όμως να αλλάξει τη γεύση του φαγητού. Τώρα δηλώνει ικανοποιημένος, αφού: «Το 60% της πελατείας μου είναι πια Κινέζοι και το 40% ξένοι τουρίστες. Όταν πρωτοξεκίνησα, το 90% της πελατείας μου ήταν ξένοι και το 10% ντόπιοι». Έλληνες πελάτες δεν έχει, εκτός από τους εργαζόμενους στην ελληνική πρεσβεία του Πεκίνου, κι αυτό γιατί στην περιοχή μένουν ελάχιστοι. Το σουβλάκι του κοστίζει γύρω στα 25 RMB, που αντιστοιχούν περίπου σε 2,5 ευρώ. Όπως εξηγεί: «Είναι λίγο πιο ακριβό απ’ ό,τι στην Ελλάδα, γιατί χρησιμοποιώ πολύ καλά υλικά, κάποια από τα οποία αναγκάζομαι να τα εισάγω». Όσο για τα σχόλια των πελατών: «Είναι πάντα θετικά, η προσπάθεια όμως δεν σταματάει ποτέ».

Η ζωή στο Πεκίνο
Αυτό που τον τράβηξε από τη ζωή στο Πεκίνο είναι «η συνεχής αλλαγή που αντιμετωπίζει κανείς σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής, όπως και το γεγονός ότι υπάρχει πάντα κάτι να απασχοληθείς. Οι Κινέζοι είναι επίσης πολύ φιλόξενοι άνθρωποι. Πάνω απ’ όλα, όμως, μου αρέσει ο μικρός περίγυρος που έχω καταφέρει να δημιουργήσω τριγύρω μου». Με τη σύζυγό του, που κατάγεται από την Κίνα, είναι παντρεμένοι 13 χρόνια. Εκείνη είναι διευθύντρια σε μια αμερικάνικη ασφαλιστική εταιρεία και, όπως δηλώνει ο κύριος Γιαννάκαρος, ταίριαξαν γιατί είναι και οι δύο εργασιομανείς. Στον ελεύθερο χρόνο τους, όμως, τους αρέσει να ασχολούνται με τη θιβετιανή κουλτούρα, το βουδισμό, την κηπευτική και την πεζοπορία. Στην Ελλάδα έρχονται 1-2 φορές το χρόνο, αλλά δεν κάθονται πολύ. «Έχουμε σκεφτεί πολλές φορές να μείνουμε για μερικούς μήνες, ψάχνουμε όμως να βρούμε κάτι που θα απασχολούμαστε σ’ αυτό το διάστημα, αφού και οι δύο είμαστε ανήσυχα πνεύματα». Τι του λείπει περισσότερο από την πατρίδα; «Ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου, το Πήλιο και η Τσαγκαράδα. Έχω πάντα στην καρδιά μου τη μητέρα μου, που δεν ζει πια, τη θάλασσα και τις ομορφιές της Ελλάδας. Μπορεί να ζω στο Πεκίνο όλα αυτά τα χρόνια, αλλά πάντα προσπαθώ να φέρω τους Κινέζους πιο κοντά στον ελληνικό τρόπο ζωής, να τους μάθω τις ομορφιές της πατρίδας μας και την ιστορία μας».

Ένας επιτυχημένος επαγγελματίας
Ο Βαγγέλης Γιαννάκαρος μιλάει ελληνικά, κινέζικα, αγγλικά και ισπανικά. Αποφοίτησε από το Thunderbird School of Global Management της Αμερικής, απ’ όπου έχει πάρει και MBA. Σπούδασε στο Πεκίνο Κινεζική Φιλολογία, ενώ έχει πάρει υποτροφίες από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας, το Ίδρυμα «Αλέξανδρος Ωνάσης» και το Thunderbird. Από το 1987 έως το 1990 εργάστηκε στην ελληνική πρεσβεία του Πεκίνου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της εταιρείας Eisenberg Group of Companies, διευθυντής managing του Economist Group και γενικός μάνατζερ της Intracom/Intralot στην Κίνα. Από το 2007 είναι πρόεδρος της Beijing Argo Food Co, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Beijing Wanluxi Trading και εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας Elmira Shipping and Trading SA. Τα τρία εστιατόριά του βρίσκονται στην περιοχή Chang Ping, μία από τις πολυσύχναστες του Πεκίνου.