Μαρία Κάλλας: Θλιμμένη πριμαντόνα

09.02.2007
Τριάντα χρόνια κλείνουν φέτος από το θάνατο της Μαρίας Κάλλας και το 2007 είναι αφιερωμένο στη μεγάλη ντίβα. Η Ελληνίδα σοπράνο μπορεί να έγινε το πιο λαμπερό είδωλο, βαθιά μέσα της όμως παρέμεινε δυστυχισμένη. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από ανέκδοτες επιστολές της που μας παραχώρησε γνωστός συλλέκτης

Από την Κατερίνα Χριστακοπούλου

Η βασίλισσα της όπερας, που ήταν γεννημένη για το θρόνο, ήταν ταυτόχρονα μια γυναίκα πολύ δυστυχισμένη. Η μεγάλη ντίβα μετά το θρίαμβο και τα χειροκροτήματα γύριζε στο σπίτι της και βούλιαζε στη θλίψη. Είχε μια ζωή που δεν ήθελε να θυμάται, αλλά τη μαρτυράει η άγνωστη αλληλογραφία της, που έπεσε στα χέρια μας.

Οργισμένες λέξεις στο χαρτί κι ένας συγχυσμένος γραφικός χαρακτήρας δείχνουν τα φουρτουνιασμένα της συναισθήματα και φωτογραφίζουν τη σκυμμένη σκιά της στο διαμέρισμά της, στην Avenue Foch 44 του Παρισιού. Γράμματα που έστελνε στο νονό της περνώντας τους γονείς της από γενεές δεκατέσσερις και σβήνοντάς τους από τη ζωή της χωρίς καμία τύψη, κρατώντας μέχρι το τέλος τον όρκο που έδωσε στον εαυτό της. Στις σελίδες μιας άλλης επιστολής αραδιάζει τον πόνο της για το μεγάλο της έρωτα με τον Ωνάση: «Τη μέρα του γάμου του ένιωσα τη μεγαλύτερη ταπείνωση της ζωής μου».

«Αγαπητέ Ληό», έγραφε στο χειρουργό ορθοπεδικό Λεωνίδα Λαντζούνη, «ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω τον απέραντο εγωισμό και την ηλιθιότητα του πατέρα μου. Θα ήθελα να γνωρίζω επακριβώς από τι πάσχει Έγραψαν στην αδελφή μου ότι πεθαίνει από καρκίνο σε ένα απαίσιο νοσοκομείο. Θα σου στέλνω από τούδε και εις το εξής 200 δολάρια το μήνα για τη φροντίδα του. Αλλά δεν προτίθεμαι να συντηρήσω και τη σύζυγό του. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με την οικογένεια. Είμαι πολύ απογοητευμένη από τον πατέρα μου. Ίσως περισσότερο από τη μητέρα μου Φρόντισε να μη με κατηγορήσουν για το θάνατό του και να μην ανακατευτεί το όνομά μου σε κουτσομπολιά», είναι το μικρό απόσπασμα μιας επιστολής που βρίσκεται στα χέρια του συλλέκτη Γιώργου Μάρκου σε απόδοση του Κωνσταντίνου Μπούρα.

Ποια ήταν στ αλήθεια η ντίβα
Η «δική» μας Σεσίλια-Σοφία-Άννα-Μαρία Καλογεροπούλου, βουτηγμένη στη μελαγχολία, βασανιζόταν από τρομερές φοβίες και δεν απόλαυσε ποτέ η ίδια τη μαγεία της σαν να κοιτούσε τη ζωή της «απ έξω», χωρισμένη στα δύο. Σαν να μην ήξερε να διαλέξει ανάμεσα στο άγριο και παθιασμένο ελληνικό ταμπεραμέντο που βρισκόταν πάντοτε εκεί, πάνω της, αμετακίνητο και αμετάβλητο, ή στο φινετσάτο κατασκεύασμα με έντονα βαμμένα τα κλασικά χαρακτηριστικά, έτσι όπως την είχε μεταμορφώσει ο άντρας της, ο Μπατίστα Μενεγκίνι. Τόσο έντονα, που όταν η Καριτά, η Παριζιάνα κομμώτριά της της είπε κάποτε «Κυρία Κάλλας, το μακιγιάζ σας είναι πολύ σκληρό και ντεμοντέ», εκείνη της είχε απαντήσει αγέρωχα: «Το μακιγιάζ το έχω κάνει εγώ, το φοράω, μου πάει, χτένισέ με».

Η τελειότητα της φωνής της ήταν τόσο μοναδική, ώστε ακουγόταν «αφύσικη». Ένας ερωτικός διάλογος με το κοινό ήταν κάθε της παράσταση, όταν ανεβασμένη στη σκηνή έδινε και έπαιρνε συγκίνηση. Χωρίς αυτές τις ελληνικές καταβολές, η φωνή της δεν θα ήταν τόσο συγκλονιστική, ούτε το παίξιμό της θα ήταν τόσο εντυπωσιακά τραγικό, σχολίαζε συχνά ο Λουκίνο Βισκόντι.

Κι εκείνη σε μια συνεχή εναλλαγή συναισθηματικών αποχρώσεων πότε αναμετριόταν και πότε ταυτιζόταν απόλυτα με την αγαπημένη της παρορμητική Νόρμα, την ιέρεια του Μπελίνι, με ένα ρόλο που τον είχε στοιχειώσει πια, τραγουδώντας τον 84 φορές στα χρόνια της καριέρας της. «Μόνο όταν ερμηνεύω τη Νόρμα είμαι ευτυχισμένη», έλεγε. Κι όπως η ηρωίδα, έτσι και η Κάλλας τόλμησε κάποτε να ερωτευθεί προσφέροντας τα πολύτιμα πέπλα της στον Αριστοτέλη Ωνάση και αφέντη της, από το πρώτο κιόλας λεπτό που έσμιξαν τα αεικίνητα μάτια του 53χρονου, τότε, Κροίσου με τα δικά της. Εκείνος έχωσε κρυφά ένα ραβασάκι στην παγωμένη της παλάμη, όταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα πάρτι που είχε δώσει η διάσημη κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ για τους «grands viveurs» της εποχής. Αυτό το μοναδικό διάλειμμα ευτυχίας θα το πλήρωνε ακριβά Η τρυφερή νουβέλα τους άρχισε να γράφεται το 1959 και εννέα χρόνια αργότερα την τελείωσε μόνος του. Ειδήμονας επί των ερωτικών πραγμάτων, ο Έλληνας εφοπλιστής την πρόσθεσε στο χαρέμι του, ενώ μια άλλη γυναίκα άνοιξε την προσωπική της «παράσταση» με το χορό της Σαλώμης, η αγέλαστη χήρα, η Τζάκι Κένεντι. Ο Ωνάσης την είχε ξαφνικά κουβαλήσει από του πλανήτη την άκρη για ειδικό λόγο. Για μια φιλοδοξία ζούσε, έλεγε ο θαλασσοκράτορας!

«Ενώ εγώ ζούσα μόνο για την τέχνη και τον έρωτα», ήταν το πικραμένο σχόλιο της Κάλλας σε ένα άλλο γράμμα της.

Τα πρώτα χρόνια
Φαρμακοποιός με κωνσταντινουπολίτικες ρίζες ο πατέρας της. Ο Γιώργος Καλογερόπουλος και η μητέρα της, η Ευαγγελία Δημητριάδη, από την Καλαμάτα μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Νέα Υόρκη γέννησαν το παιδί-θαύμα το 1923 κι εκεί ξεκίνησε τα πρώτα μαθήματα πιάνου.

Ήταν γύρω στα δεκατέσσερα όταν οι γονείς της πήραν διαζύγιο και αυτό τότε, όπως έγραφε σε κάποιον άλλο, ήταν κάτι κοσμογονικό. Αυτό το διαζύγιο δεν θα τους το συγχωρούσε ποτέ. Τραβώντας την η μοίρα πάλι πίσω, βρέθηκε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα της. Ο πρώτος δάσκαλός της στη μουσική ήταν ένα καναρίνι. Γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη κι ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, όπου συναντήθηκε με τη «μεγάλη» δασκάλα της, την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, και στα εύθραυστα χρόνια του 40 έκανε ντεμπούτο στη Λυρική Σκηνή.

Αγνοώντας ακόμη τη «γυναίκα» μέσα της, είχε την απογοητευτική όψη μιας πολύ παχουλής κοπέλας, με στραβοπατημένα παπούτσια και άχαρα ρούχα σαν να έβγαινε από κάποιο εργοστάσιο ή να έσπερνε τα χωράφια.

Ο θρίαμβος
Το 1946 έπαιξε ένα μαγικό παιχνίδι: Έκλεισε τα μάτια της, έκανε μια ευχή και όταν τα ξανάνοιξε, ήταν ντίβα! Ο Τζοβάνι Τζενατέλο, καλλιτεχνικός διευθυντής της Αρένας της Βερόνα, ήταν ο άνθρωπος που της άνοιξε τα πανιά για την Ιταλία και το θρίαμβο.

Τώρα κι ένας άλλος άντρας θα έμπαινε για τα καλά στο αυστηρό 24ωρό της. Το παχουλό κορίτσι από την Αθήνα θα γοήτευε παράξενα το σιτεμένο βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, που θα την παντρευόταν το 1949 και ο οποίος θα έπαιζε το μέλλον της στα δάχτυλά του κρατώντας το ρόλο του μάνατζερ.

Όμορφη πια και αδυνατισμένη κατά 40 κιλά, «σάρωσε» όταν το 1951 ανέβηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και το 1957 ήρθε σε μια Αθήνα που την περίμενε με ανοιχτές αγκάλες για να εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Όμως, τα χέρια χαλάρωσαν γύρω της, γιατί πάγωσε η ανάσα τους όταν άκουσαν τις οικονομικές της απαιτήσεις. Τα 9.000 δολάρια ήταν πολλά, ένα ποσό μαμούθ για τη μεταπολεμική Ψωροκώσταινα. Την ημέρα της πρεμιέρας έλαμψαν διά της απουσίας τους ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά και όλα τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης.

Όμως, η επιτυχία ποτέ δεν ήταν ικανή να διώξει τις εμμονές και τις αμφιβολίες της. Έλεγε: «Δεν είμαι ικανή. Παραλύω. Ο λαιμός μου κλείνει. Δεν έχω φωνή. Πολλές φορές καταριέμαι τον εαυτό μου και τον βρίζω. Είναι επώδυνη η πορεία προς την τελειότητα και φοβάμαι μήπως γελοιοποιηθώ».

Όλα τα έδωσε για τον έρωτα
Δύο μήνες μετά το γάμο του ο Ωνάσης «πετούσε» πάλι μεταξύ Νέας Υόρκης και Παρισιού. Και χτύπησε την πόρτα της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα! «Η τρελοαμερικάνα ήταν το μεγάλο λάθος της ζωής μου», της ομολόγησε ζητώντας συγνώμη. Όμως τώρα πια είχαν αλλάξει πολλά και αυτό που είχε απομείνει δεν έφτανε στην καρδιά τους.