Μάνος Ελευθερίου: "Τώρα ξέρω τι θα πει Ρουβάς"!

30.07.2009
Από τους σημαντικότερους σύγχρονους στιχουργούς, μελοποιημένος από τους σπουδαιότερους συνθέτες, από τους πλέον διακριτικούς τεχνίτες του λόγου, ποιητής, πεζογράφος, αρθρογράφος. Ο Μάνος Ελευθερίου είναι όλα αυτά και πολύ περισσότερα...

Συνέντευξη στη Δέσποινα Κωστορρίζου

Από τους σημαντικότερους σύγχρονους στιχουργούς, μελοποιημένος από τους σπουδαιότερους συνθέτες, από τους πλέον διακριτικούς τεχνίτες του λόγου, ποιητής, πεζογράφος, αρθρογράφος. Ο Μάνος Ελευθερίου είναι όλα αυτά και πολύ περισσότερα... Και μπορεί να ήθελε πολύ να γλιτώσει τις κουβέντες, αλλά μας μίλησε με αφορμή την τελευταία του δουλειά, ένα μυθιστόρημα αγωνίας με τίτλο «Άνθρωπος στο πηγάδι».

Ποια είναι η σχέση σας με τη δημοσιότητα;

«Τώρα πια δεν την ελέγχω. Παλιότερα τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα. Δηλαδή για τριάντα χρόνια, τριάντα πέντε, ήμουνα ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Αν και με τον τελευταίο τροχό, το αμάξι προχωρούσε».

Τι άλλαξε τώρα;

«Άλλαξε το ότι δημοσίευσα τα μυθιστορήματα. Από το 2004 που άρχισαν να εκδίδονται, έτσι αιφνιδίως ανακάλυψαν και ένα άλλο πρόσωπο, του Μάνου Ελευθερίου, και νομίζουν ότι ανακάλυψαν ένα καινούργιο αστέρι στο στερέωμα. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Πολλές φορές δεν μπορώ να αρνηθώ εκ των πραγμάτων τη δημοσιότητα, διότι το να μιλώ για τα βιβλία μου, για τη δουλειά μου, δεν το θεωρώ ούτε βρόμικο ούτε άσχημο».

Τι μπορεί να μας ρίξει στο πηγάδι και πώς μπορούμε να βγούμε και πάλι έξω;

«Με τα πηγάδια έχω μία παλιά σχέση από μικρό παιδί. Στην πατρίδα μου τη Σύρο κάθε σπίτι είχε στέρνα. Οι στέρνες με το βρόχινο νερό ήταν για τη λάτρα του σπιτιού και για να πλένονται, όχι για το μαγείρεμα. Μοιραία είμαι δεμένος μ’ αυτά τα πράγματα. Συνήθως όμως σε πολλά χωράφια, δεν ξέρω πώς συνέβαινε και το προστατευτικό τοιχίο που υπήρχε γύρω από το πηγάδι δεν χτιζόταν στο τέλος δεν ξέρω για ποιους λόγους ή καταστρεφόταν. Βέβαια, ήταν μικρό. Έτσι, αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιος ανύποπτος, ιδίως βραδινές ώρες, να πέφτει σ’ ένα πηγάδι. Ξεκινάμε, λοιπόν, από μία τέτοια κατάσταση...».

Δηλαδή, τι συμβολίζει το πηγάδι;

«Ο ήρωάς μου πέφτει στο πηγάδι. Στη μέση του βιβλίου κατάλαβα ότι το πηγάδι είναι και μία παγίδα. Είναι το πηγάδι που έχουμε πέσει όλοι μέσα. Αυτό είναι το αδιέξοδο, η παγίδα στην οποία μπαίνει κάποιος μια στιγμή. Όλοι λίγο πολύ έχουμε βρεθεί σε τέτοια κατάσταση, «το αδιέξοδο στην άβυσσο του νου» που λέει ο Καρυωτάκης. Ο δικός μου ήρωας πέφτει στο πηγάδι και εκεί σκέφτεται τρόπους για να βγει έξω. Σκέφτεται, όμως, και τον τρόπο που θα σκεφτεί η φίλη του για να τον σώσει. Το θέμα είναι εκείνοι που μας αγαπούν, προκειμένου να μας σώσουν, σκέφτονται όπως εμείς θέλουμε; Εδώ είναι το πρόβλημα. Επάνω εκεί πλέκεται όλο αυτό το μυστήριο».

Μιλάτε και για τον εαυτό σας στο βιβλίο...

«Αναγκαστικά κάποιος, όταν γράφει ένα βιβλίο, περνάει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Έχω πράγματι πολλά κομμάτια μέσα, κυρίως της παιδικής ηλικίας από τη Σύρο. Ο ήρωας υποτίθεται ότι μένει στο πηγάδι 24 ώρες. Δεν τον βγάζω. Υποτίθεται ότι η κοπέλα του θα τον σώσει, όπως εκείνος σκέφτεται, άρα υπάρχει ελπίδα».

Και τι γίνεται;

«Τώρα, αν είναι κανένας κακός άνθρωπος, βρομερός και μίζερος, θα τον αφήσει μες στο πηγάδι, για τους αναγνώστες λέω. Αν έχει καλή καρδιά, είναι σίγουρο ότι θα υπάρχει στον αέρα η ευχή του, θα εισακουστεί πολλά χιλιόμετρα μακριά, σε μία κοπέλα που έχει το φοβερό όνομα Ειμαρμένη και δεν το διάλεξα τυχαία. Είναι μιας παλιάς ηθοποιού του 1902. Έπαιζε στη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χριστομάνου. Ήταν πανέμορφη, της έκαναν μεγάλο πόλεμο, ήταν σπουδαία ηθοποιός, βρήκε ένα βαθύπλουτο άνθρωπο και τους έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια.

Η Ειμαρμένη, λοιπόν, είναι η μοίρα του.

Γεννηθήκατε στη Σύρο. Παιδικά χρόνια;

«Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν δύσκολα όχι μόνο για τους κατοίκους της Σύρου αλλά για όλη την Ελλάδα και για όλη την Ευρώπη τελικά. Περάσαμε όπως περάσαμε. Σε ηλικία 14-15 χρόνων φτάσαμε στην Αθήνα. Μείναμε ένα διάστημα στο Χαλάνδρι και έκτοτε, τα τελευταία 50 χρόνια, στο Ν. Ψυχικό, που έχει μια ησυχία, είναι και πευκόφυτο, έχει πολύ πράσινο».

Το τραγούδι πώς μπήκε στη ζωή σας;

«Το τραγούδι... Έγραφα ποίηση, αλλά είχα ένα φίλο και τον έχω ακόμη. Όταν ήμουν στρατιώτης στα Γιάννενα, μου έγραψε ένα γράμμα και μου ζήτησε να γράψω τραγούδια για έναν παλιό συνθέτη του ελαφρού τραγουδιού, τον Κώστα Γιαννίδη. Ο φίλος μου λέγεται Βαγγέλης Καπετανάκης. Έγραψα μερικά, τα έστειλα, δεν ξέρω την τύχη τους, δεν νομίζω να κυκλοφόρησαν, δεν είχα ιδέα από τραγούδια, πώς γράφονται τα τραγούδια, αλλά πριν πάω στρατιώτης είχα γνωρίσει σ’ ένα σπίτι στη Φιλοθέη τη Νινί Ζαχά και μου έλεγε να γράψω. Της είπε μια κοπέλα ότι ο Μάνος γράφει ποιήματα κι εκείνη μου είπε να γράψω. Δεν θυμάμαι αν έγραψα, αλλά και τα τραγούδια που έγραψα για τον Κώστα Καπνίση δεν κυκλοφόρησαν, ούτε έψαξα εγώ ποτέ».

Γιατί αποφασίσατε να γράψετε τραγούδια στον Ηλία Ψινάκη;

«Τα τραγούδια αυτά του Ηλία Ψινάκη δόθηκαν για να τα τραγουδήσει κάποιος άλλος κι εκείνος θεώρησε καλό να μελοποιήσει κάποιος ένα τραγούδι και να το πει ο ίδιος. Από κει και πέρα».

Στην Πέγκυ Ζήνα;

«Η Πέγκυ Ζήνα είναι μια σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια. Θα ήτανε χαρά μου να δουλέψω με τους περισσότερους καινούργιους τραγουδιστές. Διότι, εντάξει, δούλεψα με σπουδαίους τραγουδιστές. Μου έκαναν την τιμή και με μελοποίησαν όλοι σχεδόν οι Έλληνες συνθέτες. Μου τραγούδησαν μεγάλα ονόματα τα τραγούδια μου. Ε! Έπρεπε μια στιγμή ν’ ανοίξω και προς τους νεότερους».

Από τα «Λόγια και τα χρόνια» μέχρι την Πέγκυ Ζήνα, όμως, υπάρχει μεγάλη απόσταση;

«Όχι. Ένα βήμα».

Δεν σκεφτήκατε ότι μία τραγουδίστρια διαφορετικού ρεπερτορίου μπορεί να λέει ότι «εγώ τραγούδησα Μάνο Ελευθερίου»;

«Με την ίδια λογική θα λέω κι εγώ ότι με τραγούδησε η Πέγκυ Ζήνα».

Δεν νιώθετε ότι σας χρησιμοποιεί ως άλλοθι;

«Όχι. Μάλλον εγώ τη χρησιμοποιώ, γιατί στα 70 μου χρόνια δεν περίμενα ότι θα κάνω μια τέτοια επιτυχία με το ‘‘Αναθεώρησα’’ που είπε η κυρία Ζήνα».

Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που σας κοιτάζουν λίγο περίεργα έπειτα από αυτές τις συνεργασίες.

«Τι να κάνω; Να τους κλείσω τα μάτια;».

Τι τους απαντάτε;

«Δεν απαντάς σ’ αυτά τα πράγματα».

Το τελευταίο διάστημα βγαίνετε όλο και περισσότερο...

«Μου κάνει εντύπωση το ότι καταφέρεται πάρα πολύς κόσμος για πράγματα που δεν τα ξέρει. Έπρεπε να πάω να δω. Πήγα και είδα τον Σάκη Ρουβά, που τον έβλεπα στην τηλεόραση, αλλά ήθελα να πάω να δω τι είναι αυτό το πράγμα, ο μύθος που λέγεται Σάκης Ρουβάς. Πήγα και τον είδα. Βεβαίως μ’ άρεσε πάρα πολύ. Δεν νομίζω ότι θα ξαναβρεθεί δεύτερος κι εκείνοι που τον μιμήθηκαν δεν νομίζω ότι είναι της προκοπής. Τώρα ξέρω τι είναι ο Σάκης Ρουβάς. Ξέρω τι είναι ο τάδε, ο τάδε κι ο τάδε. Μέχρι και σε σκυλάδες πάω, τελείως του σκοτωμού. Να δω τι είναι αυτός ο άνθρωπος που τον τιμούν τόσοι Έλληνες. Όλοι πια ηλίθιοι είναι κι όλοι κατωτάτης τάξης; Να πάμε να δούμε τι είναι αυτός ο άνθρωπος, εντάξει. Πήγα, τους είδα και χάρηκα».

Επιβιώνετε από τη συγγραφή, τα ποιήματα και τα τραγούδια σας;

«Βέβαια. Εργάστηκα 35 χρόνια ως ιδιωτικός υπάλληλος από δω και από κει. Έχω μια σύνταξη 815 € το μήνα, μια χαρά είναι. Βγάζω το ενοίκιο και τα κοινόχρηστα κι από κει και πέρα ό,τι κερδίζω από τα τραγούδια και τα βιβλία».

Η καθημερινότητά σας στην Αθήνα τι περιλαμβάνει;

«Θέατρα, κινηματογράφους (γέλια). Ύστερα από πολύ καιρό πηγαίνω ξανά θέατρο. Σινεμά ακόμη δεν άρχισα να βλέπω. Αγοράζω DVD. Έχω πολλούς φίλους που τους αγαπώ, τους τιμώ. Κι εκείνοι. Έχω ανταπόκριση και κάνουμε παρέα σχεδόν κάθε βράδυ».

Δεν είστε δηλαδή μοναχικός άνθρωπος;

«Όχι βέβαια. Κι εδώ έρχεται κόσμος και πάμε σε καφετέριες».

Είστε ευχαριστημένος απ’ τη ζωή που έχετε ζήσει;

«Ναι, βέβαια. Δεν είμαι ευχαριστημένος απ’ όλους τους ανθρώπους που γνώρισα, αλλά οι περισσότεροι πραγματικά ήταν μια ευλογία».

Μετανιώσατε που δεν παντρευτήκατε ποτέ, που δεν κάνατε παιδί;

«Αν έβγαινε σαν κι εμένα το παιδί, θα ’χε τρελαθεί! Κακάσχημο, ελεεινό και τρισάθλιο. Και φτωχό συγχρόνως. Και φαλακρό. Εντάξει?».