Για τους Κύπριους το να περάσουν στο κομμάτι των κατεχόμενων και στα μέρη που κάποτε έσφυζαν από και πλέον ερημώνουν εγκαταλελειμμένα από τους κατοίκους τους είναι μια ψυχοφθόρα και δύσκολη διαδικασία.
Γι’ αυτό και πάρα πολλοί παρά το άνοιγμα των συνόρων στις 23 Απριλίου του 2003 μετά από 29 χρόνια (ήταν κλειστά από το 1974) δεν θέλησαν να επισκεφθούν τις κατεχόμενες περιοχές.
Ανάμεσά τους και ο Μαυρίκιος Μαυρικίου που χρειάστηκε 22 χρόνια για να βρει τη δύναμη να περάσει τη συνοριακή γραμμή και να βρεθεί πρώτη φορά στην άλλη πλευρά. Φανερά συγκινημένος και φορτισμένος, βρέθηκε στο Βαρώσι και «πιάστηκε» η ψυχή του.
«Σας θυμίζει κάτι αυτό το τοπίο; Επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Βαρώσι της Αμμοχώστου. Τόσα χρόνια δεν τολμούσα. Φοβόμουν πως θα νιώσω, πως θα αντιδράσω. Μια πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή… Δρόμοι γεμάτοι φωνές, παιδιά που έπαιζαν ξέγνοιαστα, άνθρωποι που ονειρεύονταν το αύριο. Σήμερα, στέκει βουβή, παγωμένη στο χρόνο, μια πληγή ανοικτή, μια μνήμη που πονά. Όποιος την επισκέπτεται πρώτη φορά νιώθει ένα σοκ… Τα άδεια σπίτια, οι βιτρίνες των καταστημάτων με ξεθωριασμένες επιγραφές, τα ερειπωμένα ξενοδοχεία. Στέκουν σκελετωμένα σαν να περιμένουν εκείνους που τα εγκατέλειψαν βιαστικά.
Η φύση αρχίζει να καταπίνει το ανθρώπινο έργο, μα η σιωπή είναι εκείνη που βαραίνει περισσότερο. Το Βαρώσι δεν είναι απλά μια πόλη φάντασμα. Είναι σύμβολο της αδικίας, της προσφυγιάς, της νοσταλγίας. Ένα κομμάτι της Κύπρου που καρτερά τη μέρα που θα ξαναγεμίσει με φως, με ανθρώπους που θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Δεν ξεχνάμε. Δεν σβήνουμε τις αναμνήσεις. Το Βαρώσι μας θυμίζει πως η πατρίδα ζει μέσα μας και πως η ελπίδα πάντα βρίσκει τρόπο να ανθίσει. Υ.Γ Η Μελωδία για πρώτη φορά δεν χαμογέλασε καθόλου…»