Μέριλ Στριπ: "Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός"

24.07.2008
Είναι το ίδιο όμορφη όπως όταν την πρωτοείδαμε στο σινεμά στην ταινία «Τζούλια» 30 χρόνια πριν.

Από τη Sarah Bull, απόδοση στα ελληνικά: Κατιάνα Ματζαρίδου

Είναι το ίδιο όμορφη όπως όταν την πρωτοείδαμε στο σινεμά στην ταινία «Τζούλια» 30 χρόνια πριν. Μητέρα 4 παιδιών και σύζυγος του γλύπτη Ντόναλντ Τζέι Γκάμερ, η Μέριλ Στριπ απαντάει στους πικρόχολους κριτικούς που την κατηγορούν γιατί διάλεξε έναν τόσο ελαφρύ ρόλο, όπως της Ντόνα στο «Μamma Μia», πως το έκανε για τις κόρες της. Παράλληλα, απέδειξε ότι μπορεί να τραγουδάει και να χορεύει το ίδιο καλά με το να ερμηνεύει δύσκολους και απαιτητικούς ρόλους, όπως αυτούς στην «Εκλογή της Σόφι», στο «Κράμερ εναντίον Κράμερ», και να συγκινεί τα πλήθη με τις φιγούρες της, όπως με την υπέροχη ερμηνεία της στο «Πέρα από την Αφρική», στις «Γέφυρες του Μάντισον» ή στις «ρες».

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Μέριλ Στριπ παίζει κάποιον ελαφρύ ρόλο. Την έχουμε απολαύσει στη «Διαβολογυναίκα», στο «Ο θάνατος σου πάει πολύ», αλλά και στο «Ο Διάβολος φοράει Ρrada». Ποτέ άλλωστε δεν αντιμετώπισε τόσα κακοπροαίρετα σχόλια όπως τώρα για την τελευταία της επιλογή.

Πώς έγινε και σας πρότειναν το ρόλο της Ντόνα στο «Μamma Μia»;

«Μου τηλεφώνησαν και μου είπαν: Πιθανόν να μη σ' ενδιαφέρει, αλλά μήπως θα ήθελες.... Κι εγώ απάντησα: Είστε τρελοί; Και βέβαια θέλω. Έτσι έκλεισε η συμφωνία».

Σας εξέπληξε αυτό το τηλεφώνημα;

«Όταν έγινα 40 ετών, οι προτάσεις για ενδιαφέροντα σενάρια άρχισαν να σπανίζουν. Σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι έφτανε στο κατώφλι μου ένα αξιόλογο σενάριο τη χρονιά. Ευτυχώς, τώρα πια υπάρχουν περισσότερες γυναίκες σε υψηλά πόστα στο Χόλιγουντ και προωθούν ταινίες με γυναικείους ρόλους μεγαλύτερης ηλικίας. Οι κινηματογραφικές ταινίες είναι η προβολή των φαντασιώσεων των χρηματοδοτών και των παραγωγών και για πολλά χρόνια αντανακλούσαν τις φαντασιώσεις των αντρών. Υπάρχουν τώρα κυρίες που μπορούν να περάσουν τη γνώμη τους: Αυτή η γυναίκα είναι ακόμη σέξι στα 40 της και αξίζει να τη δεις και να την ακούσεις».

Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι των ΑΒΒΑ;

«Οπωσδήποτε το Dancing Queen. Είναι φοβερό και σου φτιάχνει αμέσως το κέφι!».

Πώς τα καταφέρατε με τα χορευτικά και ποιες ήταν οι σκηνές που σας δυσκόλεψαν περισσότερο;

«Βρήκα γρήγορα τη φόρμα μου, αλλά το Voulez Vous με δυσκόλεψε πιο πολύ απ όλα. Μέχρι να κάνω σωστά τις φιγούρες είδα κι έπαθα. Το δουλέψαμε σε πρόβες τρεις εβδομάδες πριν το γυρίσουμε τελικά. Δεν ήμουν όμως η μόνη που είχε δυσκολίες. Όλοι οι ηθοποιοί που δεν είχαν εμπειρία χορού τα βρήκαν... μπαστούνια. Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ούτε μια λήψη από τα πόδια μας σ' αυτή τη σκηνή στο τελικό μοντάζ. Μας κούρασαν επίσης πολύ τα φωτάκια που αναβόσβηναν για οκτώ ώρες και τα φωτορυθμικά. Παθαίναμε ημικρανίες, αλλά την άλλη μέρα ανυπομονούσαμε να γυρίσουμε στο πλατό».

Πόσο χρόνο αφιερώσατε για να μπείτε στο πετσί του ρόλου;

«Αχ, νομίζω ότι τραγούδησα όλα τα τραγούδια 70.000 φορές. Στο σπίτι μού απαγόρευαν να τραγουδάω εκτός... ντουλάπας και για να εξασκηθώ, τραγουδούσα ακόμη και καθ οδόν προς τα Pinewood Studios. Ευτυχώς, είναι τόσο ωραία κομμάτια, που δεν τα βαριέσαι όσο και αν τα λες και τα ξαναλές. Πρέπει να πω, ωστόσο, ότι μερικές φορές είναι καλύτερα να μην είσαι και τόσο προετοιμασμένος. Είσαι πιο μαζεμένος και μπορείς να λειτουργήσεις αυθόρμητα και σε μερικές περιπτώσεις να είσαι καλύτερος».

Νιώθετε αμηχανία που τα παιδιά σας είδαν την ταινία, όπου η μαμά τους χορεύει πάνω κάτω;

«Ο γιος μου σοκαρίστηκε περισσότερο, όμως το ξεπέρασε εύκολα, γιατί είναι μουσικός, εκτιμά το συγκρότημα των ΑΒΒΑ και του άρεσε η ταινία».

Ανησυχούσατε καθόλου για τις φωνητικές σας δυνατότητες;

«Όχι. Έχω παίξει σε πολλά μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ και πριν από αυτά πολλά μιούζικαλ στο σχολείο. Ήταν λοιπόν κάτι γνώριμο και αγαπημένο».

Πώς σας φάνηκε που συνεργαστήκατε με τον «πράκτορα 007», τον Πιρς Μπρόσναν;

«Ο Πιρς ήταν εξαιρετικός. Δεν περίμενα ότι έχει τόσο καλή φωνή, πολύ αδρή και αρρενωπή. Συνδυάζει Τζο Κόκερ και Τομ Γουέιτς, δύο σε ένα».

Η Αμάντα Σέιφριντ ήρθε να ζητήσει τη συμβουλή σας;

«Είναι περίεργο, αλλά σπάνια νέοι άνθρωποι έρχονται σε μένα για συμβουλές. Η Αμάντα είναι καλή ηθοποιός, ταλαντούχα. Είναι λεπτεπίλεπτη και μικροσκοπική, αλλά μόλις ανοίγει το στόμα της, βγάζει την πιο δυνατή ποπ φωνή που έχω ακούσει ποτέ. Και δεν ζορίζεται καθόλου».

Βασίζετε τους ρόλους σας σε εμπειρίες από κοντινά σας πρόσωπα; Για παράδειγμα, τι υλικό ανασύρατε από το ντουλάπι των βιωμάτων σας για το ρόλο της Ντόνα;

«Κάποιον έχω συνήθως υπόψη μου, αλλά στα κρυφά. Δεν γίνεται διαφορετικά, αν δεν είναι κάτι που να το έχεις ζήσει από κοντά. Όμως, στη δραματική σχολή δεν έμαθα τη μέθοδο του ρεαλισμού και δεν μου είναι δύσκολο να παίξω μια γριούλα ή μια γυναίκα από άλλη χώρα».

Ο Μπένι Άντερσον και ο Μπιορν Ουλβέους των ΑΒΒΑ έβαλαν το χεράκι τους στην ταινία και πόσο;

«Ο Μπένι και ο Μπιορν ήταν συνέχεια στα πλατό. Ήταν πολύ γενναιόδωροι μαζί μας και μας άφηναν να έχουμε τα δικά μας τραγούδια, αρκεί να τα ερμηνεύαμε σωστά και να μη χάναμε το ρυθμό. Δεν ήθελα να τους απογοητεύσω, να τους δυσαρεστήσω. Παρά τη σκληρή δουλειά όμως, περάσαμε πολύ όμορφα».

Πιστεύετε ότι το «Μamma Μia» είναι μια ατυχής κίνηση στην καριέρα σας μετά από τόσες άλλες σημαντικές και σοβαρές ταινίες;

«Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη στρατηγική στην καριέρα μου. Είναι σαν τους κολυμβητές, που, όταν είναι στην πισίνα, απλώς προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό για να έρθουν σε καλή σειρά. Αν σκεφτώ τι έχω κάνει μεταξύ άλλων στο παρελθόν, δεν μπορώ να πω ότι έχω επιλέξει μόνο σοβαροφανείς ταινίες. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο μονοπάτι στην πορεία ενός ηθοποιού. Απλώς κάνω ταινίες που προάγουν τον πολιτισμό και πιστεύω ότι το Mamma Mia είναι μία από αυτές».

Πώς έγινε και διαλέξατε την ηθοποιία ως επάγγελμα;

«Ξεκίνησα κάνοντας μιούζικαλ. Αυτά κάναμε στο σχολείο, αυτά ήξερα. Αργότερα, όταν πήγα στο κολέγιο, έπαιξα και άλλα είδη. Σπούδασα θεατρολογία και υποκριτική, αλλά δεν σκόπευα να γίνω ηθοποιός. Γιατί τότε οι ηθοποιοί θεωρούνταν ματαιόδοξα άτομα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να γίνω διερμηνέας στον ΟΗΕ. Ήμουν πολύ καλή στις ξένες γλώσσες, αλλά δεν το... κυνήγησα».

Προτιμάτε να παίζετε καλοπροαίρετες γυναίκες, όπως η Ντόνα, ή στρίγκλες, όπως η Μιράντα Πρίστλι στο «Ο Διάβολος φοράει Ρrada»;

«Έχει πλάκα να παίζεις την κακιά. Μου αρέσουν οι νευρωτικοί χαρακτήρες, γιατί έχουν βάθος. Οι ρόλοι που βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις».

Παίρνετε αποφάσεις για την καριέρα σας λογαριάζοντας την οικογένειά σας;

«Βέβαια. Υπάρχουν πολλές προτάσεις που έχω απορρίψει, γιατί θα δυσκόλευαν το οικογενειακό μας πρόγραμμα. Πρέπει να υπολογίζω πόσο θα διαρκέσουν τα γυρίσματα, πότε θα γίνουν. Τα παιδιά μου δεν τα απασχολεί αν είμαι σπίτι όλη μέρα. Θέλουν μόνο να βρίσκομαι δίπλα τους όποτε με έχουν ανάγκη. Ο σύζυγος και τα παιδιά μου είναι πιο σημαντικά από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου, γι αυτό επιλέγω ταινίες που δεν θα ενοχλήσουν τη ρουτίνα μας. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσω ότι ως ηθοποιός είχα πολύ χρόνο για τα παιδιά μου και γι αυτό δεν θα επέλεγα καμιά άλλη δουλειά».

Ανάμεσα στις τόσες επιτυχίες υπήρξε ποτέ περίοδος πραγματικά δύσκολη στη ζωή σας;

«Πάντα ήταν δύσκολα. Αν δεν φτάσεις στο μηδέν, δεν μπορείς να ανακαλύψεις νέα στοιχεία του εαυτού σου, δεν μπορείς να συμβιβαστείς και να κατασταλάξεις. Ένας λόγος που μου αρέσει που είμαι ηθοποιός είναι ότι οι δημιουργικοί άνθρωποι διέπονται από ανασφάλεια και αυτό τους καθιστά ευάλωτους. Δεν ήταν όλες οι ταινίες μου επιτυχημένες. Μου χάρισαν, όμως, άλλες ικανοποιήσεις και δεν μετανιώνω για καμιά!».

Πώς καταφέρνετε και είστε τόσο προσγειωμένη με τέτοια επιτυχία;

«Όσο περισσότερο είσαι σ' αυτή τη δουλειά, τόσο πιο ταπεινός γίνεσαι. Δεν έχεις την πολυτέλεια να καβαλήσεις το καλάμι. Κάθε φορά που κερδίζω μια υποψηφιότητα για Όσκαρ χαίρομαι σαν να είναι η πρώτη φορά».

Έχετε αρκετά χρόνια στο χώρο. Σκέφτεστε να αποσυρθείτε σύντομα;

«Πάντα σκέφτομαι να τα παρατήσω. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν θα έρθει κανείς να δει την ταινία μου. Όταν είμαι στις μαύρες μου, αμφισβητώ ακόμη και τις ικανότητές μου».

Τι έχετε να πείτε για τις συναδέλφους σας, που κάνουν συνέχεια botox για να μείνουν νέες; Πιστεύετε ότι δείχνουν καλύτερες;

«Νομίζω ότι αυτό το πράγμα σε περιορίζει. Δεν σου αφήνει περιθώρια για μια πλατιά εκφραστική γκάμα, όπως απαιτούν οι ρόλοι μας. Τις καταλαβαίνω, όμως, γιατί οι περισσότερες ταινίες θέλουν νεανικά και όμορφα πρόσωπα».

Έχω την εντύπωση ότι μεγαλώνοντας σας έκαναν περισσότερες προτάσεις.

«Όπως σας είπα, μετά τα 40 δεν μου έφερναν πια τόσο πολλά σενάρια. Έπειτα και πιο νέα που ήμουν έπαιζα τις ντάμες και όχι τις ενζενί. Απλώς μεγαλώνοντας ένιωσα ότι άρχισα να παίζω ρόλους που ταίριαζαν στην ηλικία μου».

Έχετε γλιτώσει την ετικέτα του σελέμπριτι. Το επιδιώξατε;

«Φυσικά, γιατί δεν ήθελα να είμαι προς πώληση. Δεν έβγαλα στο σφυρί τα προσωπικά μου, την οικογένειά μου και ό,τι έχει πραγματικά αξία για μένα. Δεν με ενδιέφερε ποτέ να είμαι διασημότητα».

Αν κάποτε γύριζαν μια ταινία με θέμα τη ζωή σας, ποια ηθοποιός θα θέλατε να σας ενσαρκώσει;

«Ίσως η Κέιτ Μπλάνσετ. Ή κάποια που να συνδυάζει τις δικές της αρετές και αυτές της Μόλι Σάνον από το Πυρετός το σαββατόβραδο».

Πώς θα αντιδρούσατε αν κάποιο από τα παιδιά σας σας ανακοίνωνε ότι θέλει να γίνει και αυτό ηθοποιός;

«Σ αυτή τη δουλειά υπάρχει πολλή απόρριψη, πολλές απογοητεύσεις, πολύς πόνος. Περνάμε δύσκολα εμείς οι ηθοποιοί και δεν ξέρω αν θα ήθελα τα παιδιά μου να έχουν αυτή την τύχη. Για μένα ήταν αλλιώς, γιατί ποτέ δεν ήθελα να γίνω διάσημη ή να παίξω στο Χόλιγουντ. Ήθελα να κάνω οικογένεια και παιδιά και η μοίρα τα έφερε διαφορετικά. Πρέπει να παραδεχθώ, πάντως, ότι πέρασα μια υπέροχη ζωή ως ηθοποιός».