Aπό τον ΒΑΣΙΛΗ ΛΟΥΚΑ
Δεν είναι λίγοι οι νέοι άνθρωποι που μπαίνουν στο χώρο του τραγουδιού με το όνειρο μιας μεγάλης και λαμπερής καριέρας. Πόσο κοστίζει, όμως, η πραγματοποίηση αυτού του ονείρου; Ποιος είναι, τελικά, αυτός που τραγουδάει και πώς το καταφέρνει; Και αυτό που τραγουδάει ποιος το έχει πληρώσει;Wannabe Βίσση ή Βανδή σε χρόνο μηδέν
Μπορεί λοιπόν στα όνειρα να φαίνονται όλα αγγελικά πλασμένα και ο δρόμος προς την κορυφή να είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα, αλλά στην πραγματικότητα όλα είναι εντελώς διαφορετικά και η προσγείωση ανώμαλη. Τι κρύβεται στο παρασκήνιο; Τι μεσολαβεί μέχρι να φτάσει να χαμογελάει ένα πρόσωπο στο εξώφυλλο ενός καινούργιου CD ικετεύοντας για την προσοχή μας; Ποια είναι η διαδικασία που απαιτείται μέχρι τη στιγμή που λανσάρεται ένα τραγούδι; Πόσο κοστίζει η δημιουργία ενός δίσκου, ποιος πληρώνει και πώς το πληρώνει τελικά;
Η αλήθεια είναι ότι ο πόλεμος που γίνεται στα παρασκήνια αγγίζει τα όρια της φαντασίας και πολλές φορές ξεπερνάει ακόμα και αυτά μέχρι να έρθει στην επιφάνεια ένα νέο όνομα που πιστεύει ότι είναι εύκολο να γίνει Βίσση ή Βανδή!
«Τα όνειρα δεν απαγορεύονται. Αυτό που είναι ενοχλητικό είναι να μην ξέρεις ποιος είσαι και να φαντάζεσαι ότι έγινες κάποιος με μισό τραγούδι», λέει ο αρχηγός των migr Γιάννης Χανιωτάκης.
Χρειάζεται υπομονή, βέβαια, γιατί είναι απίστευτο τι παιχνίδια παίζονται στη μουσική βιομηχανία και τι συμμαχίες γίνονται καθημερινά στη λεωφόρο της δισκογραφίας.
Όλα είναι θέμα τιμής
Τι τραγούδια θα πει, τι είδους ρεπερτόριο θα επιλέξει και με τι προφίλ θα βγει στη μουσική αγορά ένα καινούργιο πρόσωπο; Ας δούμε συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά μην περιμένετε βέβαια να σας πω ονόματα! Προτιμώ να ρίξουμε μια ματιά σε σχετικά πρόσφατες και χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
Παράδειγμα πρώτο: Τραγουδίστρια που θέλει να γίνει φίρμα έδωσε περίπου 80.000 μετρητά για δίσκο και αφίσες σε συνθέτη και διάφορους ειδήμονες. Βγήκε τελικά ο δίσκος της, που όμως δεν ακούστηκε πουθενά, καθώς δεν είχε ίχνος hit, οι αφίσες κανείς δεν ξέρει πού, πότε και αν κολλήθηκαν και η κυρία έχει συνέχεια τα νεύρα της!
Παράδειγμα δεύτερο: Επίδοξη πρωτοκλασάτη επιστράτευσε έναν από τους αγαπημένους της για να «ψήσει» δυνατό όνομα της πιάτσας έναντι αδράς αμοιβής να επενδύσει στη φωνή αλλά και στο κορμί της. Αποτέλεσμα; Αφού κάτι κατάφερε, η κυρία έστειλε βόλτα τον πρώην καλό της, καθώς βγήκε σε αναζήτηση νέου θύματος, ικανού και διαθέσιμου να ξοδέψει περισσότερα
Σήμερα, πάντως, στη λεγόμενη μαύρη αγορά της πιάτσας ένα καλό κομμάτι έχει φτάσει να κοστίζει ακόμη και 20.000 ευρώ!
Ναι, καλά διαβάζετε. Τόσα πρόσφερε προ ημερών τραγουδίστρια που το παλεύει εδώ και χρόνια να «γίνει» σε σουξαρισμένο συνθέτη για να της δώσει έστω τρία από τα σουξέ που ετοιμάζει για μεγάλο όνομα του χώρου. Θα σκεφτείτε «μα είναι δυνατόν;». Είναι και παραείναι.
«Μάλιστα, αν καταφέρεις και πείσεις ένα όνομα να σου δώσει κομμάτια για 10 χιλιάρικα το καθένα εννοείται, τότε έχεις πετύχει τη χρυσή ευκαιρία», εξομολογείται γνωστός παραγωγός.
«Στο κλασικό κάθε πέρυσι και καλύτερα αυτό που μπορεί να αντιτάξει κανείς πλέον είναι μυαλό, οργάνωση και καλές δουλειές. Μόνο έτσι πείθεις τον κόσμο. Τα λες στην πίστα; Περνάει ο άλλος καλά; Θυμάται το κομμάτι που χόρεψε ή που μεράκλωσε και πάει τελικά και το αγοράζει», υποστηρίζει ο Λευτέρης Πανταζής, ο οποίος τα τελευταία χρόνια εφαρμόζει ένα δικό του μοντέλο όπως λέει: «Βλέπω τι ακούει ο κόσμος και κυρίως με ποιο κομμάτι γίνεται χαμός. Εκεί ποντάρω, λοιπόν, και αφού ακούσω πολλές προτάσεις, στη συνέχεια αποφασίζω να κυκλοφορήσω ένα νέο δίσκο. Η πίστα και ο κόσμος καθοδηγούν πλέον το παιχνίδι».
Η νέα παράμετρος
Οικονομικοί λόγοι, το ευρώ, τα ριάλιτι αποτελούν μερικά από τα νέα δεδομένα που ανάγκασαν πολλούς από τους επιχειρηματίες του χώρου να δράσουν για να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα.
Οι κανόνες άλλαξαν θεαματικά, καθώς ορισμένοι εξ αυτών θεωρούνται πλέον και χορηγοί κάποιων από τους σταρ της πίστας.
Δεν τους έχουν με υψηλούς μισθούς, ούτε τους δίνουν πανάκριβα νυχτοκάματα. Αντίθετα, προτιμούν να τους πληρώνουν τα πάντα, να τους φτιάχνουν από το μηδέν και να έχουν έτσι τη δυνατότητα να τους κρατάνε για πολύ καιρό δίπλα τους. Να φανταστείτε ότι μέχρι και τα CD τους πουλάνε ενίοτε στα μαγαζιά τους.
Οι επιχειρηματίες με τον τρόπο αυτό έχουν γνώμη για όλα. Συνομιλούν με τις εταιρείες και τους παραγωγούς για τους δίσκους των καλλιτεχνών τους. Έχουν άποψη για το πώς θα ντυθούν ή πώς θα κινηθούν από πλευράς διαφήμισης και τι θα κάνουν από πλευράς δημοσίων σχέσεων.
Η πρακτική αυτή φαίνεται να βολεύει και τις δισκογραφικές εταιρείες, που όλο και περισσότερο πλέον τείνουν να περιορίζουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις απέναντι στους καλλιτέχνες που ανήκουν στο ρόστερ τους, με κύριο στόχο πάντα να ελαττώνουν ή να μειώνουν στο ελάχιστο το κόστος της κάθε παραγωγής.
Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η ακρίβεια στην αγορά είναι δεδομένη, οπότε σαφώς και δεν αξίζει να πετάει κανείς χρήματα. Έτσι, λοιπόν, συνιστώνται προσεκτική μελέτη και ιδιαίτερες κινήσεις. Επίσης, καλό είναι να μην ξεχνάει κανείς ότι η αγορά του CD στην Ελλάδα περνάει περίοδο κρίσης. Δεν υπάρχουν πλέον χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι με τους παλιότερους ρυθμούς ή τα δεδομένα του παρελθόντος.
Μιλάμε για κάτι που είναι προφανές: οι εταιρείες δεν μπορούν ή δεν θέλουν πλέον μόνες τους να κάνουν παιχνίδι. Μαζί με επιχειρηματίες που λειτουργούν παράλληλα και ως άτυποι μάνατζερ ή ως σύμβουλοι, αφού βρουν ένα όνομα που πιστεύουν, επενδύουν και μέσα από ειδική μεταχείριση στα μαγαζιά τους καλλιεργούν στενές σχέσεις αγάπης και συμφέροντος.
Έτσι, βλέπουμε τη νέα δεκαετία να χαρακτηρίζεται από ονόματα που πλάθονται σχεδόν από το μηδέν από επιχειρηματίες που στοχεύουν ουσιαστικά στην τσέπη τους. Στόχος δεν είναι πλέον να διατηρήσουν τα κεκτημένα ή να εντυπωσιάζουν κάποιοι σταρ της πίστας με τις κυκλοφορίες τους. Η πιάτσα απαιτεί διαρκώς νέο αίμα.
Παράλληλα, έχει γίνει κανόνας πλέον οι επιχειρηματίες που σέβονται την επένδυσή τους άλλες φορές να πληρώνουν οι ίδιοι τις παραγωγές των ονομάτων που έχουν στα κέντρα τους και σε άλλες περιπτώσεις να συμφωνούν και να μοιράζονται το κόστος με κάποια δισκογραφική εταιρεία.
Ακριβό θέαμα, υψηλά κόστη και καυτό παρασκήνιο
Τη στιγμή που το λεγόμενο «ακριβό θέαμα» έχει τεράστιο κόστος, είναι λογικό τα κασέ να αυξομειώνονται απότομα.
«Για να μπορέσεις σήμερα να κρατηθείς σε ένα επίπεδο, πρέπει να έχεις σουξέ. Αν δεν το έχεις, αν δεν ακούγεσαι, δηλαδή, στα ραδιόφωνα και αν δεν σε βλέπουν στις τηλεοράσεις, πώς θα ζητήσεις μεγάλο μεροκάματο από τον επιχειρηματία;» παρατηρεί ο Τέρυ Σιγανός.
Αφήστε δε που τα περισσότερα από τα υψηλά ποσά, τα τεράστια μεροκάματα και τις τεράστιες αμοιβές που διαφημίζονταν ότι «έπαιζαν» προ καιρού, εκτός θεαματικών εξαιρέσεων, θεωρούνται παρελθόν.
«Μάλιστα, όταν μιλάμε για μεγάλα ποσά που ακούγονται ως αμοιβές, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πολλοί πρωτοκλασάτοι φτάνουν σήμερα να πληρώνουν οι ίδιοι την ορχήστρα, το μπαλέτο και τους μουσικούς τους», λέει ο εμπορικός διευθυντής της SONY BMG Ηλίας Ασλάνογλου.
Παράλληλα, όταν ακούτε πολλά εκατομμύρια να παίζουν ως αμοιβή ανά εμφάνιση, αναλογιστείτε ότι συνυπολογίζονται ανά περίπτωση και τα ποσοστά από τα λουλούδια και την γκαρνταρόμπα! Αυτό μάλιστα που ακούγεται τελευταία και δεν είναι ψέμα είναι ότι κάποιοι παρακαλάνε να πάρουν ένα γερό νυχτοκάματο την εβδομάδα και να δουλεύουν τις υπόλοιπες μέρες ακόμη και δωρεάν, ίσα ίσα για να διασωθεί το «πρεστίζ» τους στην πιάτσα... Τα συμπεράσματα δικά σας...
Οι απόψεις διίστανται
Η άποψη όμως του ΛεΠα είναι η μία.
Η άλλη εκδοχή, που μοιάζει με αφορισμό, λέει πως δεν υπάρχει καλό ή κακό τραγούδι και καλοί ή κακοί εκπρόσωποι και δημιουργοί. Απλώς υπάρχει μουσική που ακούγεται και μουσική που μπορείς να την προσπεράσεις. Πόσα αλήθεια τέτοια κομμάτια πέφτουν καθημερινά στο δρόμο μας;
Και πώς έρχονται τελικά οι παραγωγές στο πιάτο;
Ποιος πληρώνει και πώς βγαίνει ένα CD;
Έχουμε και λέμε, λοιπόν, ποσά και παραμέτρους, που εννοείται ότι παίζουν, πάντα κατά προσέγγιση και με σημερινά νούμερα:
1.500 ευρώ στοιχίζει περίπου ένα καλό εξώφυλλο.
500 ευρώ τουλάχιστον στοιχίζει ο γραφίστας που επιμελείται το artwork του CD.
300 με 500 ευρώ περίπου παίρνει ένα στοιχειώδες mastering του CD ου υπογράφεις.
400 με 700 ευρώ περίπου φτάνει το κόστος της φωτογράφησης.
0,8 ευρώ απαιτούνται περίπου για κάθε CD (για το λεγόμενο «κόστος αγοράς-κατασκευής» του CD).
1 ευρώ περίπου από κάθε CD πάει υπέρ της ΑΕΠΙ.
900 με 1.300 ευρώ κοστίζει συνολικά το κάθε κομμάτι που ηχογραφείς σε ένα αξιοπρεπές στούντιο μέχρι να φτάσει να γίνει master. Στα παραπάνω ποσά συμπεριλαμβάνονται οι ενορχηστρώσεις και οι ηχογραφήσεις.
Σε μερικές περιπτώσεις αρκετά πιο σπάνιες βέβαια συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά που πρέπει να πάρουν οι «αφανείς ήρωες» μιας παραγωγής, δηλαδή όσοι κάνουν τις δεύτερες φωνές και οι μουσικοί.
Λίγο πριν από το τέλος έντονος προβληματισμός δημιουργείται και γύρω από το κόστος υλοποίησης ενός αξιοπρεπούς βιντεοκλίπ. Εάν δεν αναλάβει το χρέος αυτό η δισκογραφική εταιρεία, πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις. Και χρειάζεται μεγάλη προσοχή σε αυτή η διαδικασία, για να μην πέσει κανείς πάνω σε κάνα σκηνοθέτη που δηλώνει παρ ολίγον συνεργάτης της Madonna ή περιζήτητος από το MTV Ευρώπης και ζητάει υπέρογκα ποσά για αμοιβή!