Τελικά, φαίνεται πως για τον Nigel Slater η μαγειρική δεν είναι απλά μια δουλειά ή εκείνη η ευχάριστη παρέα που συντρόφευε τη μοναξιά των παιδικών του χρόνων, όπως αναφέρει στο τελευταίο, αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Toast» ?βραβευμένο με «Glendfiddich»: «Πάντα πίστευα ότι μια συνταγή πρέπει να προκαλεί το συναίσθημα, να ξυπνά τις μνήμες μας, να μας εμπνέει, χωρίς να είναι ένα σύνολο οδηγιών που πρέπει να ακολουθούμε κατά γράμμα». Γεννημένος το 1958 στο Wolverhampton, ξεκινά να μαγειρεύει από πολύ τρυφερή ηλικία, ενώ εργάζεται σε διάφορα εστιατόρια της γενέτειράς του από τα δεκαέξι του χρόνια.
Ταξιδεύοντας στο Λονδίνο στα δεκαοχτώ του, κοντοστέκεται έξω από το περίφημο εστιατόριο «Savoy», διερωτώμενος αν θα μπορούσε να βρει εκεί δουλειά. Και... ω του θαύματος, από τις κουζίνες του «Savoy» ξεκινά μια περιπλανητική μαθητεία, η οποία θα περιλάβει στη συνέχεια και «σταθμούς» σε άλλα εστιατόρια και όχι μόνον. Κάποιοι από αυτούς τους σταθμούς είναι το εστιατόριο «Box tree» στο Ilkley και το «Thornbury Castle» στο Bristol. Εργάζεται για ένα διάστημα στο St Ives της Κορνουάλης, σε ξενοδοχεία «bed and breakfast», ως μάγειρας ή ως σερβιτόρος. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, δουλεύει σε ένα μικρό gourmet καφέ. Ενα πρωί, μια δημοσιογράφος ζητά τη συμβουλή του για τη στήλη μαγειρικής του περιοδικού «Homes and Gardens», όπου εργάζεται και η ίδια.
Ο Nigel της δίνει διάφορες συνταγές, που της αρέσουν και κάπως έτσι ξεκινάει η συνεργασία του με τον ειδικό Τύπο. Επιμελείται για πέντε χρόνια τη στήλη μαγειρικής στο «Marie Claire» και για μία δεκαετία αρθρογραφεί στον «Observer». Γράφει το πρώτο του βιβλίο («Real fast food») και ακολουθούν και άλλα, που τον καθιερώνουν ως συγγραφέα γαστρονομίας. Κερδίζει επανειλημμένα το βραβείο «Food writer of the year», στο οποίο ξεδιπλώνει χαριτωμένα τα βιώματά του και σχεδιάζει το προφίλ των διατροφικών συνηθειών των Βρετανών. Η επιτυχία του Slater στηρίζεται στην αμεσότητα της γραφής και στη φρέσκια ματιά της κουζίνας του, την οποία προσαρμόζει στην κάθε εποχή ανάλογα με τα διαθέσιμα υλικά, καλώντας μας να κάνουμε το ίδιο.
Για παράδειγμα: «Ο χειμώνας θέλει γεύσεις που ζεσταίνουν το σώμα και την ψυχή, όπως ψητά κρεμμύδια σε μια πλούσια σάλτσα τυριού. Αντίθετα, η άνοιξη αποζητά πιο ανάλαφρες γεύσεις», λέει o Slater και προτείνει να βάλουμε στο πιάτο μας τα αρώματα των μυρωδικών και του λεμονιού ετοιμάζοντας μια μυρωδάτη λεμονόπιτα, ενώ παντού βρίσκει μια θέση για τα φρέσκα ελαφρά τυριά. Το καλοκαίρι προτιμά μια κουζίνα με πιάτα φρούτων και λαχανικών, όπως τα «Ροδάκινα με ροδόνερο και ροδοπέταλα» και τα «Πράσινα φασολάκια με μοτσαρέλα». Καλλιεργεί ο ίδιος στο μικρό αστικό κήπο του όλα τα μυρωδικά που χρειάζεται για τη μαγειρική του. Αυτές τις απόψεις του μεταφέρει με πολύ χιούμορ και στις τηλεοπτικές σειρές μαγειρικής «Food nostalgia», όπου μοιράζεται με τους διάσημους καλεσμένους του αναμνήσεις και γαστρονομικές εμπειρίες.
ΓIΩPΓOΣ ΠAΠAXATZHΣ