Τα παλιά σπίτια της Αστυπάλαιας ήταν συνήθως πολύ μικρά και μεγάλες οικογένειες στριμώχνονταν η μια δίπλα στην άλλη στα ξώκαστρα. Οι κόρες έπαιρναν την πατρική περιουσία -που μοιραζόταν σε όλο και μικρότερα κομμάτια- και οι φαμίλιες απλώνονταν στην ίδια γειτονιά, σε δωμάτια γύρω από έναν αρχικό πυρήνα. Τρία τέτοια σπιτάκια στη γειτονιά της Πορταϊτισσας, ερείπια κολλημένα το ένα στο άλλο, αγοράστηκαν από ένα νεαρό ζευγάρι και αποκαταστάθηκαν από τον Θωμά Παπαγιαννόπουλο και την Αννα Ιωαννίδου. Ενώθηκαν σε μια δίπατη κατοικία με αρκετά αυτόνομους χώρους, κατάλληλους για φιλοξενία φίλων. Επιθυμία των αρχιτεκτόνων ήταν να διατηρήσουν το παραδοσιακό χρώμα της γειτονιάς και να μην αλλοιώσουν καθόλου τις προσόψεις των -εν σειρά- παραλληλόγραμμων σπιτιών. Αποφάσισαν επίσης να δημιουργήσουν αρκετούς ημιυπαίθριους χώρους -μιας και πρόκειται για καλοκαιρινή κατοικία, που βρίσκεται στη μέση του δρόμου- για να φωτίσουν τους εσωτερικούς χώρους και τα δύο βαθιά θολάρια, κάνοντας το σπίτι λειτουργικό και ευχάριστο. Τα σπίτια, έχοντας ηλικία ενός αιώνα, πέτρινα -και σχεδόν γκρεμισμένα- έπρεπε να σκαφτούν και να ξαναφτιαχτούν. Κάποια από τα δομικά υλικά φυλάχτηκαν και ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Εξωτερικά, το σπίτι υποχωρεί κλιμακωτά: οι μάντρες και το ισόγειο σοβατίστηκαν με τον παραδοσιακό τρόπο και απογυμνώθηκαν μόνο οι καλές πέτρες και τα υπέρθυρα. Τα τμήματα του ορόφου παρέμειναν ολόλευκα και μόνο τα χαρακτηριστικά καφασωτά μπλε κάγκελα διακόπτουν τα στηθαία, ενώ στο φόντο ένα ακόμα φαιοκάστανο επίπεδο δεν είναι τίποτα άλλο από τη λιθοδομή του κάστρου που υψώνεται επιβλητικό. Οι ταμπλαδωτές πόρτες και τα παντζούρια βάφτηκαν σε μπλε και κόκκινο. Τα πλαϊνά που βλέπουν στην εσωτερική αυλή βάφτηκαν γαλάζια, όπως και τα χαμηλά πορτάκια που ξεχωρίζουν την ιδιοκτησία από το δρόμο. Το γαλάζιο περνάει και στο εσωτερικό και συνδυάζεται όμορφα με το ξανθό χρώμα του άβαφου ξύλου και των υλικών του σπιτιού. Ενας χτιστός καναπές με παλιές πέτρες και χαρακτηριστική κόκκινη τσιμεντοκονία φτιάχτηκε στο θολάρι, που κρατήθηκε εντελώς ανοιχτό προς την είσοδο για να φωτίζεται φυσικά. Μια ιδιαίτερη σκάλα διπλής κατεύθυνσης ένωσε εσωτερικά τον κάτω όροφο με το εγκάρσιο άνω σπιτάκι, χωρίς να περιορίζει το χώρο. Η παραστιά αποκαταστάθηκε και μπροστά στο μεγάλο παράθυρο που βλέπει στην εσωτερική αυλή διαμορφώθηκε η ανοιχτή κουζίνα. Ο επάνω όροφος διατηρήθηκε ενιαίος, με ένα μπάνιο στην πίσω πλευρά του και με ανεξάρτητη είσοδο.
Τα έπιπλα αναζητήθηκαν από τους ιδιοκτήτες στα παλαιοπωλεία, στο κατάστημα του Αγγελου Βλαστάρη στο Μοναστηράκι, αλλά και στα νησιά που επισκέπτονται συχνά. Κάποια ενδιαφέροντα αντικείμενα που θα μπορούσαν να συντηρηθούν βρέθηκαν στην Αστυπάλαια. Λιτή επίπλωση, λαϊκές ζωγραφιές και παλιά σκεύη, υφάσματα σε εκρού και σιελ αποχρώσεις, συνθέτουν ένα χώρο ήρεμης αρμονίας. Αυτό άλλωστε είναι το ζητούμενο από ένα σπίτι σε νησί: να εντάσσεται αρμονικά στο περιβάλλον, αφήνοντας τις αισθήσεις να απολαύσουν τις εποχιακές χαρές. Χαρές και στιγμές που μπορούν να εκτυλίσσονται μόνον μακριά από την πόλη...