Στα Εξάμπελα της Σίφνου, στην είσοδο του χωριού, με τα στενά πλακόστρωτα, απ όπου κατάγονταν ο Αριστομένης Προβελέγγιος και ο Νικόλαος Τσελεμεντές, και μετά τις Αράδες (δηλαδή τις σειρές από τους ανεμόμυλους), υπάρχει ένα διώροφο σπίτι του 1880. Χτισμένο από πρόσφυγες που ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη, φέρει τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα της εποχής του. Λιθόχτιστο, με φαρδύς τοίχους και ανοίγματα στην πλευρά του δρόμου απ όπου είναι και η καλή θέα, με τοξωτά υπέρθυρα και ταμπλαδωτά παντζούρια, με πλατυμέτωπη κεντρική σάλα και μικρά δωμάτια στη σειρά. Το σπίτι αυτό είναι σήμερα κατοικήσιμο, αφού βέβαια έγιναν κάποιες επισκευές και η απαραίτητη συντήρηση και προστέθηκαν χώροι για να οργανωθούν η κουζίνα και το μπάνιο. Η ιδιοκτήτρια συμβουλεύτηκε τον αρχιτέκτονα Γιάννη Χριστοδουλάκη, ο οποίος ανέλαβε και τις σχετικές εργασίες. Το σπίτι είναι χτισμένο απέναντι από το Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα και είναι ένα τυπικό, λαϊκό, αστικό σπίτι με λιτή όψη και βαμμένα παραθυρόφυλλα. Τα βασικά υλικά του είναι η πέτρα και το ξύλο, ο ασβέστης και οι ντόπιες σχιστόπλακες που αρμολογήθηκαν κατά τη σιφνέικη παράδοση. Οι πόρτες είναι με τζάμια και οι κουρτίνες στα παράθυρα κοντές, για να περνάει το φως. Ταβάνια παραδοσιακά με χοντρά δοκάρια από καστανιές, δάπεδο πλακοστρωμένο σαν συνέχεια της αυλής, ενώ το δάπεδο του ορόφου... σανιδένιο. Ξύλινη είναι και η εσωτερική σκάλα με κουπαστή, τα κουρτινόξυλα, τα ράφια στις θυρίδες και τα έπιπλα της κουζίνας. Το σπίτι αναπαλαιώθηκε με γούστο κι όχι με εξωφρενικά έξοδα. Κάποια από τα παλιά έπιπλά του συντηρήθηκαν και συνεχίζουν τη ζωή τους στον καινούριο αιώνα, κάποια κομμάτια -σε λιτή, νησιώτικη γραμμή- βρέθηκαν στο Μοναστηράκι, καρέκλες με ψάθα -αντίγραφα παλιών σχεδίων- και σιδερένια κρεβάτια, όλα είναι συνεπή με την παράδοση. Λευκά, χειροποίητα κεντήματα, αγιογραφίες, διάφορα κηροπήγια και φρέσκα αγριολούλουδα που γεμίζουν τα σεμνά βάζα και τα κανάτια, είναι οι ελάχιστες φιοριτούρες ενός σπιτιού που αποπνέει ευγένεια και ευαισθησία. Το μεγάλο καθιστικό του ισογείου είναι πιο καθημερινό, με τη νησιώτικη προσήνεια να δημιουργεί αμέσως ένα κλίμα ζεστασιάς και άνεσης ενώ ο αντίστοιχος χώρος του ορόφου είναι αστικός με συντηρημένα έπιπλα εποχής, πιο φωτεινός, πιο «επίσημος», στο πνεύμα όμως της παράδοσης. Η κουζίνα φτιάχτηκε εξ ολοκλήρου από καρυδιά από έναν ντόπιο μαραγκό, τον Φραντζέσκο Λουκατάρη, και η παραδοσιακή, ανοιχτή πιατοθήκη όπως κι η καμινάδα πάνω από την εστία, παντρεύουν τη λειτουργικότητα με το στιλ. Στο διπλανό δωμάτιο διατηρήθηκε η πέτρινη γούρνα, ενώ τα σιφνέικα τσικάλια, κιούπια κι άλλα κεραμικά σκορπίστηκαν στα ανοιχτά ράφια, δίνοντας το απαραίτητο τοπικό χρώμα. Η κύρια κρεβατοκάμαρα είναι μεγάλη και φωτεινή, με σκούρα ξύλα στο ταβάνι και ξανθά με ρόζους στο πάτωμα. Σιδερένιο κρεβάτι με διακοσμημένο κεφαλάρι, που επιλέχτηκε από το κατάστημα Περί Οικείων, και μια τουαλέτα με περίτεχνο, ξυλόγλυπτο καθρέφτη από το Kyros, ένα μονό κομοδίνο με λευκό μάρμαρο και νησιώτικη λάμπα με σιδερένιες αλυσίδες, εξοπλίζουν με τα απαραίτητα το χώρο όπου το λευκό κυριαρχεί και ξεκουράζει. Ακόμα πιο «λευκός» είναι ο ξενώνας, όπου βρήκε θέση το παλιό σιδερένιο κρεβάτι του σπιτιού. Μόνο το χρώμα των ξύλων «βάφει» το δωμάτιο που είναι γαλήνιο και νοικοκυρεμένο, σεμνό κι αρχοντικό μαζί. Η «αυθεντικότητα» του σπιτιού που δεν έχει ανάγκη από λούσα και η απλότητα, η φυσικότητα και η νοικοκυροσύνη που βασιλεύουν παντού, κάνουν χώρους σαν το σπίτι στα Εξάμπελα αγαπητούς με μιας κι αγαπημένους για πάντα.
Αναπάντεχα οικείο, ένα σπίτι του 19ου αιώνα διηγείται μνήμες 125 χρόνων και αποποιείται οτιδήποτε περιττό!