Οταν το 1833 ήρθε ο Οθωνας στο Ναύπλιο ως βασιλιάς της Ελλάδας, έθεσε ευθύς εξαρχής το θέμα της μεταφοράς της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους στην Ελλάδα. Η αναβίωση της αίγλης και του πολιτισμού της αρχαίας Αθήνας ήταν μια από τις ρομαντικές φαντα-σιώσεις της εποχής.
Ο αδελφός του Οθωνα, Μαξιμιλιανός, διάδοχος του θρόνου της Βαυαρίας, απευθύνθηκε στο διάσημο Γερμανό αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel για να σχεδιάσει το ανάκτορο των Αθηνών. Τα σχέδια του Schinkel ήταν εντυπωσιακά και ταυτόχρονα εξωφρενικά, καθώς πρότεινε την κατασκευή του ανακτόρου πάνω στο βράχο της Ακρόπολης, δίπλα στον Παρθενώνα. Αν και το αρχιτεκτονικό του έργο ήταν εμπνευσμένο από τις ελληνορωμαϊκές αρχαιότητες, ο Schinkel δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα.
Αποφάσισε να γίνει αρχιτέκτονας όταν σε ηλικία 16 ετών είδε σε μια έκθεση τα σχέδια του αρχιτέκτονα Friedrich Gilly για ένα μνημείο. Το μνημείο αυτό, που δεν υλοποιήθηκε, είχε μια συμπαγή, βαριά βάση και στην κορυφή του βρισκόταν ένας αρχαίος ελληνικός ναός, μια ρομαντική δηλαδή αναφορά στον Παρθενώνα πάνω στο βράχο της Ακρόπολης.
Ο νεαρός αρχιτέκτονας Friedrich Gilly ήταν μόλις 10 χρόνια μεγαλύτερος του Schinkel, ενώ ο πατέρας του διατηρούσε μια ιδιωτική σχολή αρχιτεκτονικής. Ο Schinkel αποφάσισε να μαθητεύσει κοντά τους, ενώ παράλληλα σπούδαζε στη νεοϊδρυθείσα Ακαδημία της Αρχιτεκτονικής στο Βερολίνο. Η επίδραση του Friedrich Gilly υπήρξε καθοριστική και η απώλειά του οδυνηρή όταν πέθανε σε ηλικία μόλις 28 ετών. Ο νεαρός Schinkel αναλαμβάνει με το θάνατο του μέντορά του την αποπεράτωση των μελετών και των έργων του. Στη συνέχεια ταξιδεύει εκτενώς στην Αυστρία, στην Ιταλία και στη Γαλλία για να μελετήσει την κλασική αρχιτεκτονική και τις ρωμαϊκές αρχαιότητες. Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, ασχολείται κυρίως με τη ζωγραφική και το σχεδιασμό σκηνικών θεάτρου. Τα ζωγραφικά του έργα και τα σκηνικά φέρουν τη σφραγίδα του αρχιτέκτονα καθώς αποτελούν ρομαντικές συνθέσεις κτιριακών συγκροτημάτων, με αναφορές στην αρχαιότητα και στη γοτθική γερμανική παράδοση.
Η ήττα της Πρωσίας από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα «πάγωσε» την οικοδομική δραστηριότητα μέχρι το 1815. Το καλλιτεχνικό έργο του Schinkel στάθηκε η αφορμή για τη γνωριμία του με τη βασιλική οικογένεια. Του δόθηκε μια υψηλή κρατική θέση υπεύθυνου της αρχιτεκτονικής, την οποία διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από αυτή τη θέση κατόρθωσε να αφήσει το στίγμα του όχι μόνο στη φυσιογνωμία του Βερολίνου, αλλά και στην αρχιτεκτονική της εποχής του. Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα είναι γνωστό ως «εποχή του Schinkel».
Ενα από τα πρώτα σημαντικά έργα του αποτελεί το νέο Φρουραρχείο στο Βερολίνο (1815), ένα στιβαρό κτίριο με πρόπυλο που θυμίζει αρχαίο ελληνικό ναό. Το Εθνικό Θέατρο στο Βερολίνο ανακατασκευάστηκε με εντελώς νέα μορφή από τον Schinkel πάνω στα θεμέλια του κατεστραμμένου από πυρκαγιά παλαιού θεάτρου. Δόθηκε μια μνημειακή μεγαλοπρέπεια υπερυψώνοντας το κτίριο σε ένα βάθρο με ένα σημαντικό κλιμακοστάσιο. Η μορφή του είναι συμμετρική, με κλιμακωτούς όγκους, ενώ το κέντρο του τονίζεται από ένα ιωνικό πρόπυλο με αέτωμα.
Αριστούργημα θεωρείται το λεγόμενο «Παλαιό Μουσείο» στο Βερολίνο. Η πρόσοψή του θυμίζει αρχαία ελληνική στοά με μια εντυπωσιακή ιωνική κιονοστοιχία. Ενας θόλος στο κέντρο του μουσείου κάνει αναφορά στο Πάνθεον της Ρώμης.
Ο Schinkel δημιούργησε ένα ιδιαίτερο στιλ, έναν εκλεπτυσμένο ρομαντικό κλασικισμό. Δίνοντας έμφαση στις κομψές αναλογίες, στον τονισμό της κατασκευαστικής δομής και στον ισορροπημένο μορφολογικό διάκοσμο, κατόρθωσε να ανα-πλάσει τις ιστορικές αναφορές σε ένα σύγχρονο ζωντανό ιδίωμα.
Το τελευταίο κτίριο που σχεδίασε ήταν η Ακαδημία της Αρχιτεκτονικής στο Βερολίνο (1832), όπου προαναγγέλλει τον ερχομό της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Δυστυχώς, αυτό το κτίριο δεν υπάρχει πλέον. Επρόκειτο για ένα τετραώροφο από εμφα-νές τούβλο τετράγωνης κάτοψης, με μεγάλα επαναλαμβανόμενα παράθυρα.
Η επίδραση του Schinkel υπήρξε μεγάλη και πέραν της εποχής του, καθώς είναι εμφανής και στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα μάλιστα στο έργο του Mies van der Rohe. Οι γυάλινοι ουρανοξύστες και τα κτίρια του Mies van der Rohe παρόλο που δεν έχουν μορφολογικά στοιχεία, όπως αετώματα και κίονες, αποπνέουν ένα διαχρονικό κλασικιστικό ύφος προσαρμοσμένο στη σύγχρονη εποχή.