Πρωτοπόρος του μοντερνισμού, ο Charles Rennie Mackintosh (1868-1928) ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο προσωπικό στιλ που το χαρακτηρίζει η εκλεπτυσμένη κομψότητα, η ηρεμία και η διαύγεια. Γεννήθηκε το 1868 στη Γλασκόβη της Σκοτίας, μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη εκείνη την περίοδο πόλη στις όχθες του ποταμού Κλάιντ, στην οποία η βαριά βιομηχανία και τα ναυπηγεία της απέφεραν αξιοσημείωτο πλούτο. Σε ηλικία δεκαέξι ετών μαθητεύει κοντά στον αρχιτέκτονα John Hutchinson, ενώ παράλληλα παρακολουθεί απογευματινά μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκόβης. Μετά από λίγα χρόνια προσλαμβάνεται στο αρχιτεκτονικό γραφείο Honeyman & Keppie όπου σταδιακά αναπτύσσει το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ύφος του και γίνεται συνέταιρος. Σε ηλικία 22 ετών κερδίζει μια υποτροφία που του δίνει τη δυνατότητα να περιηγηθεί στην Ιταλία και να μελετήσει τις αρχαιότητες και την κλασική αρχιτεκτονική της Αναγέννησης. Τα περιηγητικά ταξίδια αποτελούσαν βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης ενός αρχιτέκτονα. Ομως ο Mackintosh δεν ακολούθησε τους κανόνες της κλασικής αρχιτεκτονικής, θεωρώντας ότι ο κλασικισμός δεν είναι κατάλληλος για τις κλιματικές συνθήκες και τις ανάγκες της πατρίδας του. Επηρεάστηκε από το κίνημα Arts & Crafts και επιχείρησε να αναβιώσει την τοπική, παραδοσιακή αρχιτεκτονική προσαρμόζοντάς την στις σύγχρονες απαιτήσεις. Καθοριστική για την εξέλιξη του στιλ του υπήρξε η σχέση του με τη συμφοιτήτριά του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκόβης Margaret MacDonald, με την οποία αργότερα παντρεύτηκε. Τέσσερις συμφοιτητές και φίλοι, ο Charles Mackintosh, η Margaret MacDonald, η αδελφή της Frances MacDonald και ο Herbert McNail συγκρότησαν μια καλλιτεχνική ομάδα γνωστή ως "The Four" (Οι Τέσσερις) η οποία δημιούργησε στο πνεύμα της Art Nouveau καλλιτεχνικό έργο που περιλάμβανε γραφιστική, ζωγραφική, πόστερ και έπιπλα. Ελαβαν μέρος σε εκθέσεις στη Γλασκόβη, στο Λονδίνο, στη Βιένη κ.α., απολαμβάνοντας τη διεθνή αναγνώριση.
Χωρίς αναφορές στο παρελθόν και με βασική πηγή έμπνευσης τον κόσμο της φύσης, η Art Nouveau αποτέλεσε ένα καλλιτεχνικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τα διακοσμητικά, σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα με κομψές καμπύλες. Σημαντική υπήρξε η επίδραση της γιαπωνέζικης τέχνης με τις λιτές γραμμές, τα κομψά μοτίβα και τις διακοσμήσεις από τη φύση. Δίνοντας έμφαση στην υφή των διάφορων υλικών και στο φως, η γιαπωνέζικη τέχνη απέπνεε μια αίσθηση απλότητας και ηρεμίας που ερχόταν σε αντίθεση με το βαρύ και «φορτωμένο» από διακόσμηση βικτοριανό στιλ της εποχής.
Ο Mackintosh ανέπτυξε τις καινοτόμες ιδέες του ως μια συνισταμένη των τριών αυτών επιδράσεων, έχοντας ως στέρεη βάση εκκίνησης και αναφοράς τη σκοτσέζικη παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τέχνη του. Από τη γιαπωνέζικη τέχνη υιοθέτησε την αγάπη για την υφή των φυσικών υλικών, την απλότητα, την ηρεμία, καθώς και τα παιχνίδια του φωτός, επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει φωτεινούς και ευχάριστους εσωτερικούς χώρους στο μουντό, βιομηχανικό περιβάλλον της πόλης του. Η επίδραση της Art Nouveau φανερώνεται στην κομψότητα που αποπνέουν τα έργα του καθώς και στην αντίληψη ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί ένα έργο τέχνης σε αδιάσπαστη ενότητα με τις λοιπές διακοσμητικές τέχνες. Το απόγειο της αρχιτεκτονικής καριέρας του Mackintosh περιορίζεται σε μια σύντομη περίοδο δέκα χρόνων (1896-1906), κατά την οποία δημιούργησε πλήθος ιδιωτικών κατοικιών, εμπορικών κτιρίων, εκκλησιών, εσωτερικών χώρων και επίπλων. Το 1913 παραιτήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο των Honeyman & Keppie και αποπειράθηκε, ανεπιτυχώς, να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο γραφείο. Στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο όπου ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και το design υφασμάτων. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη νότια Γαλλία ζωγραφίζοντας με ακουαρέλες τοπία. Πέθανε το 1928 σε ηλικία 60 ετών.
Ενα από τα πιο σημαντικά έργα του είναι η Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκόβης. Πρόκειται για ένα στιβαρό, πέτρινο κτίριο στο οποίο προσθέτει τεράστια, βιομηχανικού τύπου παράθυρα φέρνοντας φως στο εσωτερικό του. Η αντίθεση ανάμεσα στις ορθογώνιες χαράξεις και στις κομψές καμπύλες των διακοσμητικών λεπτομερειών του είναι χαρακτηριστική του ύφους του Mackintosh. Η κατοικία Hill House (1902-1904) είναι επίσης ένα από τα πιο σημαντικά έργα του. Πρόκειται για μια ασύμμετρη σύνθεση όγκων, με στέγες σε διάφορα ύψη που δημιουργούν ένα γραφικό σύνολο. Οι όψεις είναι αυστηρές, χωρίς διακοσμητικά μορφολογικά στοιχεία, θυμίζοντας τη μορφή της παραδοσιακής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής του τόπου. Οι εσωτερικοί χώροι, όμως, είναι ζεστοί, προσεκτικά διακοσμημένοι σε ένα εξωτικό ύφος.
Ο Mackintosh δημιούργησε μοναδικού ύφους εσωτερικούς χώρους και σχεδίασε εμβληματικά έπιπλα που εξακολουθούν να αναπαράγονται μέχρι σήμερα. Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένα τα λεγόμενα «Δωμάτια Τσαγιού», που αποτελούσαν ένα είδος λέσχης αναψυχής. Ο Mackintosh διαμόρφωσε μια σειρά ανάλογων εσωτερικών χώρων, φωτεινών, κομψών, κατάλευκων, με εκλεπτυσμένες διακοσμήσεις σε στιλ Art Nouveau και έπιπλα με πολύ ψηλές πλάτες. Το έργο του θεωρήθηκε προάγγελος του μοντερνισμού καθώς έδωσε έμφαση στη λειτουργικότητα και τη λιτότητα της έκφρασης. Ταυτόχρονα, όμως, αντιμετώπισε την αρχιτεκτονική ως ένα έργο τέχνης σε απόλυτη αρμονία με τις εφαρμοσμένες διακοσμητικές τέχνες και το design. Αυτή η πτυχή του έργου του τον έφερε ξανά στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1980 με το ρεύμα του μεταμοντερνισμού (postmodern), επηρεάζοντας μια νέα γενιά αρχιτεκτόνων.