Μετά την εξαιρετική «Βασίλισσα» και το αρκετά καλό «Cheri» ο, μάλλον άνισος, Στήβεν Φριάρς στραβοπάτησε πάλι διασκευάζοντας να δημοφιλές κόμικ της Πόσι Σίμοντς που δημοσιευόταν επί πολλά χρόνια σε βρετανικές εφημερίδες. Πρωταγωνίστριά του μια χυμώδης πρωτευουσιάνα η οποία επιστρέφει στο χωριό που γεννήθηκε, δημιουργώντας ερωτικές αναταράξεις και φαντασιώσεις σε μικρούς και μεγάλους.
Η αγγλική επαρχία θα μπορούσε να είναι το ιδανικό περιβάλλον για μια ταινία που δεν έχει αποφασίσει αν είναι κομεντί ή δραμεντί και η Τζέμα Αρθερτον με το δολοφονικό σορτσάκι της θα μπορούσε να είναι η ιδανική πρωταγωνίστρια. Και ίσως είναι, εδώ που τα λέμε, αφού η ταινία μάλλον δεν διεκδικεί τίποτε παραπάνω από την ελαφρότητά της: ακόμα και το απρόσμενα δραματικό φινάλε, δέχεται την πνοή του κατάμαυρου βρετανικού χιούμορ και σε κάνει να θες να την ξαναδείς ολόκληρη από την αρχή και με διαφορετικό μάτι.
Το πρόβλημα ωστόσο εντοπίζεται στην αδυναμία της συνοχής των χαρακτήρων και της πλοκής. Εχει κάτι παράξενο αυτή η ταινία: στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι δυσλειτουργικό και τίποτε δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Καταπληκτικοί Βρετανοί ηθοποιοί που ζουν τους ρόλους τους κι όμως μοιάζουν να περνούν βαριεστημένα έξω από αυτούς. Οξυδερκή αστεία που δεν σου αφήνουν παρά ένα λειψό μειδίαμα. Δράματα που δεν σε αφορούν. Πλοκή χαλαρή, χωρίς ενδιαφέρον και χωρίς ουσιαστικές κορυφώσεις.
Και σε μια γωνιά ο, 70χρονος πια, σκηνοθέτης των «Επικίνδυνων Σχέσεων» συνειδητοποιεί ότι ακόμη κι αν θεωρείται ένας από τους καλύτερους Βρετανούς δημιουργούς, αληθινά μεγάλο χρυσό βραβείο (Οσκαρ, Καννών, Βερολίνου, Βενετίας, BAFTA κλπ) δεν έχει πάρει ακόμη.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ