Η τρίτη συνέχεια του "Γαμπρού της Συμφοράς" συγκεντρώνει και πάλι τους γνωστούς σταρ των προηγούμενων ταινιών, ευελπιστώντας να χαρίσει δύο ώρες χριστουγεννιάτικης ξεγνοιασιάς αλλά κυρίως να εξαργυρώσει την -μια φορά κι έναν καιρό- φρέσκια χημεία μεταξύ Ντε Νίρο και Στίλερ. Φυσικά, αποτυγχάνει παταγωδώς και στα δύο, αφού απλώς εκμεταλλεύεται τα αστεία του αρχικού φιλμ, διογκώνοντάς τα τόσο που τελικά σκάνε ως φούσκα στα μούτρα του θεατή. Με ελάχιστους -αν όχι καθόλου πραγματικά αστείους διαλόγους, σενάριο δίχως ειρμό και πρωταγωνιστές που φαίνεται πως είναι εκεί μονάχα για τα φράγκα (βασικά ο Ντάστιν Χόφμαν το παραδέχτηκε κιόλας, σε πρόσφατη συνέντευξή του), οι ?Γονείς της Συμφοράς? είναι όνομα και πράγμα.
Η ώθηση στην πλοκή δίνεται όταν ο Τζακ, πλέον παππούς αλλά πάντα στρατό-φρίκουλο και υπερ-πατριώτης, παθαίνει μια ελαφριά καρδιακή προσβολή και ανακοινώνει στον Γκέιλορντ ότι τον θεωρεί διάδοχό του στην πατριαρχία. Καθώς όμως βρίσκεται σε πλήρη γνωστική ασυμφωνία πράξεων και σκέψεων, κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει πως ο γαμπρός του είναι κακός σύζυγος, κακός πατέρας και σίγουρα χειρότερος άνθρωπος εν γένει από τον πρώην αρραβωνιαστικό της γυναίκας του, Κέβιν (Όουεν Γουίλσον). Μέσα σε έναν κυκεώνα κακογουστιάς, ο σκηνοθέτης Πολ Βάις ("American Pie") συνεχίζει την παράδοση (του), εμμένοντας σε πλάκες γύρω από την αντρική ανικανότητα και την συζυγική πίστη ενώ η φαντασία των γκαγκς του εξαντλείται σε μια σκηνή που περιλαμβάνει δύο άντρες, ένα ερεθισμένο πέος και μία ένεση.
Το οξύμωρο με το φιλμ είναι πως, σε αντίθεση με τα δύο προηγούμενα installments του, δεν έχει τίποτε να πει για όσα υποτίθεται πως πραγματεύεται: εδώ δεν μπαίνει στο επίκεντρο η γονεϊκή ευθύνη, το άγχος της ανατροφής των παιδιών ή οι κοινωνικές δυσκολίες (συνήθως σπουδαίο υλικό για κωμωδία) αλλά η στύση του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και το στήθος της Τζέσικα Αλμπα . Το χειρότερο είναι ότι, μέχρι το τέλος της ταινίας, συνειδητοποιούμε πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχαμε δει περισσότερο από το τελευταίο.
Φαίδρα Βόκαλη