Συνέντευξη στον Ηλία Νικολαϊδη
Η «Ιστορία 52», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 32χρονου Αλέξη Αλεξίου, χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ένα μήνα πριν την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, ενώ ολοκληρώθηκε μόλις δύο ημέρες προτού προβληθεί εκεί. Πλέον, η σκοτεινή εγκεφαλική ιστορία του Ιάσονα που ξυπνά μια μέρα χωρίς την αγαπημένη του Πηνελόπη βρήκε το δρόμο της προς τις αίθουσες. Και αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για κατάδυση στο κλειστοφοβικό κινηματογραφικό σύμπαν του ελπιδοφόρου σκηνοθέτη.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την «Ιστορία 52»;
Η ιδέα γεννήθηκε δυόμισι με τρία χρόνια πριν. Βρισκόμουν μπροστά σε ένα γενικό επαγγελματικό αδιέξοδο. Αισθανόμουν πως είχα «βαλτώσει» και αν ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά έπρεπε να προχωρήσω. Κάπως έτσι αποφάσισα να βάλω μπρος κάτι μικρό- όσον αφορά το κόστος του, να γράψω κάτι το οποίο να εξελίσσεται μόνο μέσα σε ένα χώρο, ώστε να είναι σχετικά εύκολο να υλοποιηθεί. Η ιδέα για το θέμα του σεναρίου προέκυψε από διάφορα πράγματα. Εκ των υστέρων μπορεί να βρει κάποιος ομοιότητες με ταινίες όπως η «Αποστροφή» του Πολάνσκι, το «Ιmages» του Ολτμαν ή το σινεμά του Λιντς και του Κρόνενμπεργκ. Ωστόσο, καθώς έγραφα το σενάριο είχα στο μυαλό μου δύο -σχεδόν άσχετα με την ταινία, τελικά- πράγματα. Το πρώτο ήταν το «Ελπίζω να φτάσω σύντομα», ένα διήγημα του Φίλιπ Κ. Ντικ, το οποίο έχει να κάνει με την ιστορία ενός ταξιδιώτη του διαστήματος ο οποίος ταξιδεύει σε μια μακρινή αποικία και, καθώς το ταξίδι διαρκεί έξι χρόνια, πρέπει να μπει σε τριγωνική ύπνωση. Ωστόσο, κάτι πηγαίνει στραβά με το μηχάνημα και ενώ το σώμα του ναρκώνεται, η συνείδησή του παραμένει ξύπνια. Τότε όλα μπλέκονται στο μυαλό του: η πραγματικότητα με τη φαντασία και τις αναμνήσεις. Αντίστοιχα με επηρέασε και η ταινία «Σφαγείο Νο. 5» του Τζορτζ Ρόι Χιλ, βασισμένη στο βιβλίο του Κερτ Βόνεγκατ, η οποία αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί στο χώρο και στον χρόνο.
Ο Ιάσονας, κεντρικός σου ήρωας, είναι τελικά άρρωστος ψυχικά; Προσπαθείς με την ταινία να σκιαγραφήσεις το πορτρέτο ενός... ασθενή;
Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου, να κάνω μια ταινία σε σχέση με έναν σχιζοφρενή. Με ενδιαφέρουν οι ήρωες οι οποίοι βυθίζονται στις εμμονές τους, ζουν και χάνονται μέσα σε αυτές. Με ενδιέφερε πολύ η ιδέα ενός ανθρώπου ο οποίος μια μέρα ξυπνά και συνειδητοποιεί πως έχει χάσει τα πάντα, πως η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε δεν υπάρχει παρά μόνο στο μυαλό του. Αυτό το οποίο με απασχολούσε είναι το τι συμβαίνει στο μυαλό κάποιου ο οποίος χάνει αυτό που αγαπάει και το πώς μπορεί να αντιμετωπίσει τον πόνο της απώλειας αυτής. Προσπαθεί να εκλογικεύσει την απώλεια με σκέψεις παράλογες. Προσπαθεί να σκεφτεί τι έφταιξε, προσπαθεί να γυρίσει πίσω το χρόνο και να επεξεργαστεί τις κινήσεις του. Μπαίνει στη διαδικασία να αναλογιστεί εάν έφταιξε ή όχι, εάν θα μπορούσε να αποφευχθεί ή όχι η συμφορά.
Και η Πηνελόπη; Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα;
Ναι, την Πηνελόπη τη βλέπουμε μέσα από τα δικά του μάτια, άρα είναι κάποια η οποία υπάρχει περισσότερο στη φαντασία του. Οταν φανταζόμαστε την ιδανική σύντροφο τη φανταζόμαστε ως όμορφη, ευγενική, σέξι, μορφωμένη, οτιδήποτε. Ομως, το αντικείμενο του πόθου μπορεί εύκολα να γίνει το υποκείμενο της εμμονής όπως και η αιτία της καταπίεσης.
Καταπιέζεται ο Ιάσονας;
Καταπιέζεται γιατί θέλει να είναι μαζί της, να μοιραστεί πράγματα μαζί της, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί, βιώνει την εισβολή της στον προσωπικό του χώρο. Θέλει να είναι αυτός που είναι, το σπίτι του να είναι όπως ήταν. Και μάλλον δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος. Πάντα προσπαθεί. Προσπαθεί να την κερδίσει.
Αν έπρεπε εντελώς κυνικά να βάλεις μια ταμπέλα στην ταινία ώστε να την περιγράψεις σε κάποιον θεατή, ποια ταμπέλα θα ήταν αυτή;
Θα έλεγα πως είναι ένα δράμα δωματίου με στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ. Ή και το αντίστροφο.
Πότε αποφάσισες να γίνεις σκηνοθέτης;
Δεν το αποφάσισα ποτέ. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Κάποια πράγματα συμβαίνουν αυτόματα, δεν το σκέφτεσαι. Κάποια στιγμή, ενώ σπούδαζα ακόμη Φυσική, είπαμε με φίλους να γυρίσουμε κάτι, για πλάκα. Το κάναμε. Οταν τελείωσα το Φυσικό δεν ήθελα να πάω φαντάρος. Επίσης, έβλεπα πάρα πολύ σινεμά, είχα μεγάλη περιέργεια σχετικά με το πώς γυρίζονται οι ταινίες. Οπότε πήγα στη σχολή Σταυράκου.
Οι Ελληνες συνομήλικοί σου, η γενιά σου, τι σινεμά πιστεύεις πως θα κάνει;
Είμαστε η γενιά της βιντεοκασέτας. Μεγαλώσαμε, έχοντας τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε οποιαδήποτε ταινία στην τηλεόραση. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως κολλάγαμε ολόκληρες ώρες στα βιντεοκλάμπ, διαλέγαμε από Ταρκόφσκι μέχρι «Μαντ Μαξ». Τώρα ξεκινά, ωστόσο, η γενιά μου να κάνει σινεμά. Μέχρι στιγμής οι περισσότεροι από εμάς κάνουμε ταινίες μικρού μήκους. Ακόμα και στο Ρότερνταμ με ρωτούσαν γιατί δεν βγαίνουν ελληνικές ταινίες προς τα έξω και γιατί είμαστε απομονωμένοι. Τους απαντούσα πως υπάρχει πολύ ταλέντο στην Ελλάδα. Μέσα από τις χρηματοδοτήσεις του Κέντρου και της ΕΡΤ η γενιά μου κατάφερε να κάνει ταινίες μικρού μήκους. Από κει και πέρα, οι δομές του συστήματος είναι τέτοιες ώστε να μην έχει προβλεφτεί το πώς όλο το ταλέντο που έχει συσσωρευτεί θα κάνει το επόμενο βήμα του. Κάτι πρέπει να αλλάξει.
Τι προσδοκάς από την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες;
Είμαι περίεργος να δω πώς θα αντιδράσει το ελληνικό κοινό. Δεν υπάρχει κάποια παρόμοια ελληνική ταινία, η οποία να μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς. Επομένως, η πορεία της είναι απρόβλεπτη. Είναι ένα πείραμα για όλους μας. Αν η ταινία μιλούσε αγγλικά και είχε ως πρωταγωνιστή τον Κρίστιαν Μπέιλ, θα μπορούσε να τη θεωρήσει μια πιο αλλόκοτη εκδοχή του «Αγρυπνου» που είχε κάνει ο Μπραντ Αντερσον (γέλια).
Σου αρέσει ο χαρακτηρισμός «πειραματικός»;
Αν μιλήσουμε για την ταινία μου, τότε σαφώς εκείνη έχει στοιχεία πειραματισμού. Ωστόσο, δεν ανήκει στο πειραματικό σινεμά. Περιλαμβάνει κλασική αφήγηση, όσο κι αν αυτή είναι κάπως λαβυρινθώδης. Αφηγείται μια ιστορία ή, αν θέλεις, πολλές ιστορίες. Κατά κάποιον τρόπο, φλερτάρει με τις δομές ενός mainstream θρίλερ.
Εχεις αγαπημένο είδος σινεμά;
Μου αρέσει το σινεμά το οποίο κινείται στα όρια ρεαλιστικού και φανταστικού. Μου αρέσει το σινεμά το οποίο φλερτάρει με τα είδη, αλλά με έναν τρόπο που ωθεί τα στερεότυπα και τις φόρμες σε πιο πειραματικά και ακραία μονοπάτια. Το σινεμά το οποίο δοκιμάζει τις προσδοκίες του θεατή. Εκείνο που με γοητεύει στο σινεμά είναι πως δημιουργεί μικρούς κόσμους, αυτό το οποίο κάποιοι ονομάζουν «ετεροτοπία». Καταφέρνει και δημιουργεί μικρά σύμπαντα μέσα στα οποία χάνεται κάποιος για δύο ώρες.
Ο Αλέξης Αλεξίου επιλέγει πέντε αγαπημένους του σκηνοθέτες
Τζoνι To: «Ο δάσκαλος του στιλ και δίχως υπερβολή ο Ζαν Πιερ Μελβίλ της εποχής μας. Ο μόνος άνθρωπος που γυρίζει για πλάκα 4-5 κομψοτεχνήματα στη σειρά. Η Δύση άργησε να τον εκτιμήσει αλλά σιγά σιγά η δικαιοσύνη αποκαθίσταται»
Κιγιόσι Κουροσάουα: «Cure και Kairo, δύο από τα πολυπλοκότερα μεταμοντέρνα αριστουργήματα του σινεμά τρόμου. Ο μοναδικός σύγχρονος διανοούμενος του σινεμά είδους».
Κίντζι Φουκασάκου: «Αν δεν ήταν οι ταινίες του, ο Σκορσέζε δεν θα υπήρχε. Πριν από τον Φρίντκιν, πολύ πριν από τον Πολ Γκρίνγκρας, η κάμερα του Φουκασάκου πάλλεται με πάθος, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή που ξεχειλίζει μέσα από τον απελπισμένο μηδενισμό των ηρώων του».
Νίκoς Νικoλαϊδης: «Η γενιά του τον αγνόησε, η αριστερίστικη κριτική της εποχής τον σνόμπαρε. Ο,τι και να πει κανείς, η αλήθεια είναι μία: Μαζί με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο είναι οι δύο σκηνοθέτες που έβγαλε το ελληνικό σινεμά».
Τόνι Σκοτ: «Απλά γιατί είναι ο πιο παρεξηγημένος σκηνοθέτης στην ιστορία της 7ης τέχνης. Εντυπωσιακά άνισος και εντυπωσιακά αφιλόδοξος. Καθαρό ψυχαγωγικό- mainstream σινεμά σχεδόν στα όρια του πειραματισμού! Ή πως αλλιώς να ονομάσει κανείς το στροβοσκοπικό ντελίριο εικόνων στο Δια Πυρός και Σιδήρου και στο Domino; Και μόνο η φόρμα των ταινιών θα αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής επιστημονικής διερεύνησης».