Ο 6Οχρονος ντοκιμαντερίστας είναι η χαρά του δημοσιογράφου. Ο λόγος του καθαρός, το συντακτικό του άψογο, οι παύσεις του καίριες, η μπάσα φωνή του hi tech ευκρίνειας. Φταίει και το oλόγκριζο μαλλί που σε κάνει να νομίζεις πως ακούς έναν παππού να επιχειρεί να καλμάρει τα εγγόνια του μ ένα παραμύθι. Μόνο που το νέο του ντοκιμαντέρ, «Standard Operating Ρrocedure», που έφυγε από το φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου έχοντας προηγουμένως κερδίσει την Αργυρή Αρκτο, δεν είναι παραμύθι. Κρύβει, όμως, πίσω από το αντικείμενό του δεινούς παραμυθάδες, όπως μας εξηγεί ο Ερολ Μόρις δια της... παραμυθένιας εκφοράς του.
Συνέντευξη στον Ρόμπυ Εκσιέλ
Θα μπορούσε εύκολα κανείς να μέμφεται το ντοκιμαντέρ σας ως «επιλεκτικό», τη στιγμή που απουσιάζει η θέση της επίσημης πολιτικής ή η μαρτυρία της άλλης πλευράς.
Επέλεξα να πω μια διαφορετική ιστορία. Κανένας δεν είχε πάρει συνέντευξη από τους φρουρούς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κανένας δεν προσπάθησε ν ακούσει τη δική τους πλευρά. Η ιστορία που διηγούμαι δεν αφορά τους Τσέινι, Ράμσφελντ, Μπους ή κάποιον συνεργό τους στην εξουσία. Είναι μια ιστορία γι αυτούς τους στρατιώτες. Και πιστεύω πως είναι εξίσου σημαντική με τις άλλες.
Αναγωγές πάντως στα κυβερνητικά στελέχη είναι προφανείς...
Φυσικά. Είναι οι μεγάλοι «εγκέφαλοι» που δημιούργησαν την Επίσημη Διαδικαστική Γραμμή που επικαλείται ο τίτλος της ταινίας μου και μπορούν βολικά να κατηγορούν τους μικρούς για κάτι που φέρουν οι ίδιοι την ευθύνη. Μια συγκάλυψη δηλαδή, μια μετάθεση ευθυνών, μια δικαστική πλάνη. Οχι ότι οι στρατιώτες δεν έκαναν κάτι κακό. Αλλά οι κύριοι υπεύθυνοι είναι εκείνοι που αποπειράθηκαν την πλάνη.
Πόση ευθύνη φέρουν, όμως, οι στρατιώτες; Ας μην ξεχνάμε πως στις φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του κόσμου έδειχναν έως και να απολαμβάνουν τα βασανιστήρια.
Υπάρχει ένα φαινόμενο που με συναρπάζει στον σύγχρονο κόσμο. Ενα είδος ψηφιακής φυλακής, δημιουργημένης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κυβέρνηση, από την οποία δεν υπάρχει πραγματικά απόδραση. Εχεις αυτούς τους στρατιώτες που κατηγορούνται ως υπονομευτές της πολεμικής προσπάθειας. Δεν είναι αόρατοι, όπως οι φύλακες σε πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά εντελώς ορατοί. Κανείς, όμως, δεν ήθελε στ αλήθεια να τους «κοιτάξει». Ηταν, απλά και σκέτα, οι χειρότεροι των χειρότερων. Παρεμπιπτόντως, είναι εντυπωσιακό ότι το ίδιο ακριβώς σκέφτονταν αμφότερες η αριστερά και η δεξιά. Για την αριστερά, ήταν οι χείριστοι για τους ευνόητους αντιπολιτευτικούς λόγους. Για τη δεξιά, αντιπροσώπευαν ένα είδος έκτροπου -τα κακοποιά στοιχεία του στρατού- και συνεπώς άτομα εντελώς άσχετα με την επίσημη αμερικανική πολιτική! Αλλά κανείς δεν αναρωτιέται αν είναι όντως τα κατακάθια, δεν ρωτά ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, τι σημαίνουν αυτές οι φωτογραφίες. Κοιτώντας απλά μια φωτογραφία, λες ότι ξέρεις ό,τι χρειάζεται να ξέρεις για το εικονιζόμενο συμβάν, αρνούμενος μηχανικά να δεις παραπέρα. Σου λένε: να οι «κακοί»! Στην αρχή, ο Μπους δήλωσε πως η δημοσιοποίηση αυτών των φωτογραφιών ήταν η πιο ντροπιαστική στιγμή της προεδρίας του. Μετά, ξαφνικά, γίνεται μια τεράστια στροφή. Η όλη ιστορία αλλάζει και αυτοί οι στρατιώτες παίρνουν την αποκλειστική ευθύνη για τον πόλεμο. Θέλετε, λοιπόν, μια απάντηση γιατί ο πόλεμος απέτυχε, γιατί ο αραβικός κόσμος μας μισεί, γιατί τσάκισε η προσπάθεια επιβολής της «δημοκρατίας» στη Μέση Ανατολή; Ορίστε, αυτοί φταίνε! Πρόκειται για τη θεωρία του πισώπλατου μαχαιρώματος. Υπονόμευσαν, σου λέει, οι στρατιώτες αυτοί όχι μόνο την πολεμική προσπάθεια αλλά την ίδια την Αμερική, την αντίληψη που έχει για τον εαυτό της, την εικόνα της στον υπόλοιπο κόσμο. Συγγνώμη, αλλά ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η ιδέα. Δεν απαλλάσσω κανένα στρατιώτη από ευθύνες. Αλλά ούτε τον δέχομαι ως εξιλαστήριο θύμα.
Το trailer του «Standard Operating Ρrocedure»
Η εξαρχής θέση σας γι αυτή την «πολεμική προσπάθεια» ποια είναι;
Την έβρισκα ανεκδιήγητη πριν καν ξεκινήσει. Και δεν είχα ποτέ λόγο να αλλάξω γνώμη. Οταν έκανα την «Ομίχλη Του Πολέμου» για τον ΜακΝαμάρα, παραιτείται ο Ραμσφέλντ και μου τηλεφωνούν από διάφορες εφημερίδες να συγκρίνω τους δύο. Αρνούμαι. Το 1961 έχουμε ένα στρατιωτικό αρχηγείο που θέλει προληπτικά πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση και μια κυβέρνηση που εμποδίζει κάτι τέτοιο να συμβεί. 40 χρόνια μετά, το στρατιωτικό αρχηγείο κάθεται στ αβγά του, είναι η κυβέρνηση που θέλει προληπτικό πόλεμο με το Ιράκ, τουμπάρει το αρχηγείο και πάμε σε πόλεμο. Εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Ο πόλεμος αυτός είναι ο πόλεμος της ταπείνωσης. Μια απόπειρα εξευτελισμού του Σαντάμ. Αν ο Μπους είναι έξυπνος ή ηλίθιος, ποσώς μ απασχολεί. Και η Βρετανία άλλωστε υποτίθεται πως είχε έναν «έξυπνο» πρωθυπουργό! Εδώ όμως μιλάμε απλά για έναν πόλεμο εξόντωσης του Σαντάμ και κατάδειξης του ποιος είναι το αφεντικό. Ιδού η όλη αμερικανική πολεμική προσπάθεια. Ούτε αίτιο ούτε σκοπός - σκέτο τρελοκομείο. Ενας κακοεξοπλισμένος στρατός στην υπηρεσία μιας πολιτικής χωρίς πολιτική. Το θέμα είναι ότι αυτό, η μετάθεση της ενοχής σε πέντε έξι άτομα, μπορεί εύκολα να πουληθεί στον κόσμο. Αρκεί ένας συνδυασμός φωτογραφικών εικόνων, απουσίας σκέψης και της προαιώνιας ανθρώπινης ευχαρίστησης να μπορείς να ρίχνεις την ευθύνη οπουδήποτε αλλού εκτός από τον εαυτό σου.
Πιστεύετε ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν τη δύναμη να δημιουργούν εξίσου μια «επίσημη διαδικαστική γραμμή»;
Δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται κι αυτό σαν μια μετάθεση ευθυνών. Σαν να λες ότι είναι η τηλεόραση και οι ταινίες που προκάλεσαν τον πόλεμο. Το Ολοκαύτωμα, όμως, δεν δημιουργήθηκε από την τηλεόραση, η οποία άλλωστε δεν υπήρχε τότε. Ο άνθρωπος εγκληματούσε ανέκαθεν και θα συνεχίσει να εγκληματεί, με ή χωρίς τα ΜΜΕ. Θα έλεγα ότι η τηλεόραση και ο κινηματογράφος μάλλον αντανακλούν πράγματα παρά τα προκαλούν. Προσωπικά, το ζήτημα που με προβληματίζει στ αλήθεια, ίσως λίγο μεταφυσικά, είναι οι ίδιες οι δομές της ανθρώπινης κοινωνίας. Πώς, δηλαδή, φθάσαμε σε σημείο τέτοιο που ένας άνθρωπος μπορεί να παίρνει τέτοιου είδους αποφάσεις, να οδηγεί μια χώρα σε πόλεμο και μια άλλη σε αποδιοργάνωση, σε χάος, στον θάνατο. Κι όμως, να που μπορεί. Είναι κάτι που σε κάνει να χάνεις την πίστη σου σε οτιδήποτε.
Είστε απαισιόδοξος, με άλλα λόγια;
Εσείς τι νομίζετε; (παύση).Η αισιοδοξία μοιάζει εφικτή μονάχα όταν παραλείπεις να κοιτάξεις γύρω σου.
Η μικρού μήκους ταινία που άνοιξε τη βραδιά των Βραβείων της Ακαδημίας το 2002 και είχε σκηνοθετήσει ο Έρολ Μόρις.