Οι ταινίες εποχής που επιχειρούν να μας βάλουν, όχι απλά κάτω από το κουστούμι-ταπετσαρία του δραματικού ήρωα, αλλά και κάτω από το δέρμα του, επιβάλλουν στοχαστικούς ρυθμούς στο μοντάζ και κεντημένο σενάριο. Εδώ, έχουμε το αντίθετο: το μοντάζ τρέχει με τέμπο περιπέτειας και μαζί του τρέχουν με ανυπόστατη φόρα και οι ήρωες στους διαδρόμους του παλατιού, ενώ το σενάριο αναλώνεται σε σχηματικές, στερεότυπες αερολογίες.
Ο Τζάστιν Τσάντγουικ (βετεράνος σκηνοθέτης του BBC, του βρετανικού καναλιού με παράδοση στις ταινίες που αναπαριστούν την αυτοκρατορική ιστορία του ηνωμένου βασιλείου) επιχειρεί να αναβιώσει για τη μεγάλη οθόνη το φεμινιστικό μπεστ σέλερ της Φιλίππα Γκρέγκορι και αποτυγχάνει παταγωδώς. Η ιστορία της Μέρι Μπολέιν, της μικρής, αθώας κόρης της οικογενείας που κερδίζει την άστατη καρδιά του Ερρίκου του 8ου, αλλά σκοντάφτει στην εκδίκηση της ζηλόφθονης, τετραπέρατης αδελφής της Αν, είναι μία αφορμή για ένα άπλετο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για τη θέση της γυναίκας στην προ-ελισαβετιανή Αγγλία. Ακόμα όμως κι αν δε θέλει κανείς να φτάσει τόσο βαθιά, μπορεί τουλάχιστον να συνθέσει τα ηθικά διλήμματα και τις σκοτεινές φιλοδοξίες των ηρώων για ένα ενήλικο κοινό που επιθυμεί κάτι περισσότερο από το να χαζεύει την βαριά βελούδινη προσέγγιση του ενδυματολόγου. Ή την γυμνή πλάτη της Σκάρλετ Γιόχανσον.
Παρακολουθώντας τη δίωρη αυτή αυτοκρατορική σαπουνόπερα παθών και ανατροπών, σχεδόν δεν πιστεύεις ότι το σενάριο ανήκει στον Πίτερ Μόργκαν, η πένα του οποίου αποκάλυψε με γενναία αυτοσυγκράτηση τα πολλά επίπεδα της «Βασίλισσας». Κι αν αυτό το σενάριο έδωσε στην Ελεν Μίρεν το Οσκαρ, η αισθησιακή σκύλα Αν Μπολέιν της Νάταλι Πόρτμαν μοιάζει να κατευθύνεται ξανά προς τη σύγχρονη γκιλοτίνα. Τα χρυσά βατόμουρα δηλαδή. Παρέα της ο Ερικ Μπάνα που αδυνατεί να σηκώσει στους μπανταρισμένους με XL βάτες ώμους του μία ιστορική φιγούρα που υπηρέτησαν ηθοποιοί της τάξεως του Πίτερ Ο’ Τουλ και του Ρίτσαρντ Μπάρτον. Η ημίγυμνη αθώα Σκάρλετ σώζεται λόγω ακριβοθώρητου ρόλου που την θέλει να στέκεται με τα γαλάζια μάτια της απορημένα, και το σαρκώδες στοματάκι της μισάνοιχτο.
Πόλυ Λυκούργου