Γιάννης Τσιμιτσέλης

29.02.2008
Βρεθήκαμε λίγες μέρες πριν η καινούργια του ταινία, «Μόλις Χώρισα», κυκλοφορήσει στις αίθουσες. Αντί για μια τυπική συνέντευξη, του ζήτησα δυο τρεις κουβέντες για τις μέχρι τώρα εμφανίσεις του στο σινεμά. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ίσως να μην υπήρχε λόγος. Ο Γιάννης κατέχει όμως μια σημαντική πρωτιά. Μέσα σε οχτώ μόλις χρόνια κατάφερε να σημειώσει το πιο εντυπωσιακό κινηματογραφικό βιογραφικό. Από κάθε άλλον ηθοποιό της γενιάς του.
Βρεθήκαμε λίγες μέρες πριν η καινούργια του ταινία, «Μόλις Χώρισα», κυκλοφορήσει στις αίθουσες. Αντί για μια τυπική συνέντευξη, του ζήτησα δυο τρεις κουβέντες για τις μέχρι τώρα εμφανίσεις του στο σινεμά. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, ίσως να μην υπήρχε λόγος. Ο Γιάννης κατέχει όμως μια σημαντική πρωτιά. Μέσα σε οχτώ μόλις χρόνια κατάφερε να σημειώσει το πιο εντυπωσιακό κινηματογραφικό βιογραφικό. Από κάθε άλλον ηθοποιό της γενιάς του.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
φωτογραφίες: Ολυμπία Κρασαγάκη

Ο Μικρός Ινδιάνος (2002) / Μικρού μήκους του Σπύρου Στάγκου
«Δυο χρόνια πριν συμμετάσχω στην ταινία, είχα ήδη ξεκινήσει δειλά την καριέρα μου ως ηθοποιός σε τηλεοπτικά σίριαλ, οπότε η διαδικασία του γυρίσματος μου ήταν οικεία Από ένα σίριαλ με είχε επισημάνει και ο σκηνοθέτης. Αβγαλτος εγώ, δεν ήξερα να φανταστείς καν τι θα πει μικρού μήκους τότε. Δεν είχα ιδέα ότι οι ταινίες χωρίζονται σε μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους. Μου άρεσε όμως πολύ η εμπειρία. Κυρίως γιατί το συγκεκριμένο φιλμάκι το έκαναν δύο άνθρωποι, ο Σπύρος Στάγκος και η Μαρία Αθήνη, επειδή το γούσταραν και το αγαπούσαν. Και χαιρόσουν κι εσύ μαζί τους. Ημουν πιτσιρίκι όταν έκανα την ταινία αυτή. Κουβαλούσα μαζί μου ακόμη την επαρχία από την οποία προερχόμουν και μου έκαναν εντύπωση κάτι εντελώς ασήμαντα πράγματα. Εχουν αποτυπωθεί ας πούμε στο μυαλό μου οι λουκουμάδες που μας έφερναν για πρωινό. Επειδή κάναμε γυρίσματα πολύ νωρίς το πρωί σε ένα σχολείο, πεντέμισι-έξι θα πρέπει να ήταν, πήγαινε ένας συνεργάτης της ταινίας και μας έφερνε λουκουμάδες από το Αιγαίο. Τρελαινόμουν!»

Υστατη Προσπάθεια (2003) / Μικρού μήκους του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη
«Οταν ο Κυριάκος μου πρότεινε να συμμετάσχω στην ταινία του, γνώριζα ήδη ότι επρόκειτο αμέσως μετά να κάνω το Οξυγόνο. Δέχτηκα, λοιπόν, να παίξω στη μικρού μήκους, κυρίως γιατί ήθελα να με βοηθήσει να υπερβώ τις αναστολές μου απέναντι στο γυμνό και στις τολμηρές σκηνές που θα χρειαζόταν να κάνω στο Οξυγόνο. Η δική μου συμμετοχή στην ταινία, αν θυμάσαι, ήταν ένα μονοπλάνο των έξι λεπτών στο οποίο είμαι εντελώς γυμνός και κάνω έρωτα σε μια γυναίκα. Ετρεμε η καρδιά μου, θυμάμαι, στο γύρισμα. Ενιωθα λες και έχανα την παρθενιά μου, χώρια που το γεγονός ότι δεν είχα και το πιο καλογυμνασμένο κορμί στον κόσμο μού προκαλούσε μεγάλη ανασφάλεια. Επειδή όμως πράγματα όπως η σωματική επαφή και η έκθεση μπροστά από μια κάμερα ήταν μέχρι τότε για μένα πρωτοφανέρωτα, η «Υστατη Προσπάθεια» χρησίμευσε ως τεράστια άσκηση. Οσο παράξενο κι αν σου φανεί, ως τώρα δεν έχει τύχει να δω ποτέ αυτή την ταινία».

Οξυγόνο (2003) / των Μιχάλη Ρέππα, Θανάση Παπαθανασίου
«Ο Μιχάλης και ο Θανάσης με βρήκαν από ένα βίντεο με οντισιόν νεαρών ηθοποιών για τη σειρά Ακρως Οικογενειακόν. Οταν με κάλεσαν πρώτη φορά να μιλήσουμε, σκέφτηκα έχοντας δει το Safe Sex και το Κλάμα Βγήκε Από Τον Παράδεισο ότι τα παιδιά έκαναν και πάλι μια πολυπρόσωπη ταινία, στην οποία θα ήθελαν να μου δώσουν ένα μικρό ρολάκι. Οταν πήρα όμως στα χέρια μου το σενάριο και με ένα μαρκαδόρο άρχισα να σημειώνω τις σκηνές του ρόλου μου, γυρνώντας σελίδες, έβλεπα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι ήμουν σχεδόν σε όλες. Από τις 120 κάτι σκηνές, εγώ ήμουν στις 75! Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι δυο σεναριογράφοι τέτοιας εμβέλειας θα ανέθεταν έναν από τους πρωταγωνιστικούς τους ρόλους σε έναν παντελώς άγνωστο νεαρό, όπως ήμουν εγώ... Τα παιδιά μου είχαν καταστήσει σαφές ότι το περιεχόμενο του ρόλου ήταν τολμηρό και διαβάζοντας το σενάριο συναντούσα όλο και περισσότερο σκηνές οι οποίες αποτελούσαν ταμπού για μένα. Δεν ήταν μόνο το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας που με φόβιζε, γιατί μην ξεχνάς ότι ήμουν παιδί επαρχίας, κλειστής κοινωνίας και κάτι τέτοιο μου φαινόταν ξένο. Ηταν και το γεγονός ότι έπρεπε να συμμετάσχω σε μια δύσκολη σκηνή βιασμού. Τα βάσανα για μένα στην ταινία τελείωσαν όταν ολοκληρώσαμε τη σκηνή αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε γύρω στα μισά των γυρισμάτων.Ανακουφίστηκα. Οταν είδαν οι γονείς μου την ταινία στην πρεμιέρα, ένιωθα στη σκηνή αυτή σαν να τους καταπίνει το κάθισμα. Δεν μπορούσε τουλάχιστον να είναι λίγο μικρότερη σε διάρκεια; θυμάμαι μου είχε πει η μάνα μου.

Πρώτη φορά που είδα την ταινία, ένα τέταρτο αφότου τέλειωσε δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν. Ενιωθα έναν κόμπο στο στομάχι. Ολη αυτή η δραματικότητα σε συνδυασμό με το μουντό κλίμα της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου που τόσο πιστά ανέδυε -γιατί από εκεί είμαι και ξέρω-, της στασιμότητας του νερού, της ασφυκτικής κοινωνίας που μπορεί να πνίξει ένα νέο παιδί, αν δεν καταφέρει να ξεφύγει από εκεί, εμένα με ισοπέδωσε... Στις περισσότερες δουλειές που έχω συμμετάσχει, λέω ότι αν μου δινόταν η ευκαιρία να τις ξανακάνω, ίσως να τις έκανα καλύτερα. Στο Οξυγόνο δεν ξέρω αν θα μπορούσα να δώσω κάτι παραπάνω. Ούτε αν θα μπορούσα να κάνω οποτεδήποτε άλλοτε την ταινία. Αυτός ο ρόλος ήθελε λίγο τον ερασιτεχνισμό, τον αυθορμητισμό και την ορμή ενός παιδιού καινούριου, ακόμη και τη νοοτροπία της επαρχίας που τότε υπήρχαν ακόμη φρέσκα μέσα μου».

Λούφα Και Παραλλαγή: Σειρήνες Στο Αιγαίο (2005) / του Νίκου Περάκη
«Την ταινία την ήξερα ενάμιση χρόνο πριν γίνει, όταν ακόμη ονομαζόταν Ράδιο Αρβύλα. Με φώναξε ο Περάκης μια μέρα σπίτι του και στο σενάριο που μου έδωσε ήταν σημειωμένα ονόματα ηθοποιών που είχε στο μυαλό του για τους ρόλους των φαντάρων. Από εκείνο τον αρχικό σχηματισμό μείναμε μόνο εγώ και ο Σωκράτης ο Πατσίκας. Μετά τις ανακατατάξεις στους ρόλους, μικροδιορθώσεις στο σενάριο και αρκετές πρόβες, ξεκινήσαμε το φιλμ. Και μέσα από την ερμηνευτική ομάδα που συγκέντρωσε ο Περάκης, ξεπήδησε ξαφνικά μια φοβερή παρέα. Μια χούφτα πιτσιρικάδων που περνούσαν όλη την ημέρα μαζί, βιώνοντας έναν κοινοβιακό τρόπο ζωής που βοήθησε τελικά πολύ τη δυναμική της ταινίας. Είχαμε κι έναν σκηνοθέτη «γερμανό» στην δουλειά του. Κάναμε δέκα ώρες γύρισμα καθημερινά, σερνόμασταν από κούραση, εκείνος όμως συνέχιζε ακάθεκτος. Προετοίμαζε το γύρισμα της επόμενης μέρας και ένα σωρό άλλες τεχνικές λεπτομέρειες, με τρεις μόνο ώρες ύπνο... Δεν έχω ξαναδουλέψει άλλοτε σε κάτι όπου όλα να κύλησαν τόσο ωραία. Είχαμε εφτά το πρωί γύρισμα και εγώ ξυπνούσα νωρίτερα, παρ όλο που είχα κοιμηθεί ελάχιστα, μόνο και μόνο για να απολαύσω το ξημέρωμα. Χαλάλι που για πέντε μήνες μετά άκουγα συνέχεια γλάρους! Δεν μπορείς να φανταστείς τι σημαίνει να περνάς όλη μέρα σε μια βραχονησίδα και να έχεις πεντακόσιους γλάρους αδιάκοπα πάνω από το κεφάλι σου. Βγάζω το καπέλο στον Πάνο Παπαδημητρίου και τον Καρήγιαννη για την εξαιρετική δουλειά που έκαναν στον ήχο. Θυμάμαι πριν βγει η ταινία είχα πει στον Ορφέα Αυγουστίδη ότι θα κάνει εξακόσιες χιλιάδες εισιτήρια. Δεν με πίστευε. Ελεγε ότι θα κάνει λιγότερα. Χαίρομαι τόσο πολύ που πέσαμε και οι δυο έξω».

Ψυχραιμία (2007) / του Νίκου Περάκη
«Μετά την επιτυχία της Λούφας εκτίμησα που ο Νίκος δεν θέλησε να επαναπαυτεί σε κάποιο σίγουρο εμπορικό χαρτί. Ηθελε να κάνει μια πιο προσωπική ταινία, χωρίς να σκέφτεται την εισπρακτική παράμετρό της. Η «Ψυχραιμία» είναι, άλλωστε, πιο δύσκολη από τη «Λούφα». Δεν είχε τη δυναμική της, δεν έδινε στους θεατές εύκολα σημεία ταύτισης και μιλούσε για λιγότερο προφανή πράγματα, όπως το χάσμα των γενεών, τις τριβές των ανθρωπίνων σχέσεων, τα όσα μας συνδέουν ως άτομα - ανεξαιρέτως προέλευσης και ταυτότητας... Παρ όλο που η ταινία γυρίστηκε το καλοκαίρι σε συνθήκες απόλυτου καύσωνα, εμένα προσωπικά δεν με ταλαιπώρησε. Μου έλειψε, όμως, πολύ η συμβιωτική εμπειρία της Λούφας. Μου κακοφάνηκε που εδώ τέλειωνα το γύρισμα και μετά πήγαινα σπίτι μου. Γιατί όταν κάνω μια ταινία, θέλω να ζω ολημερίς γι αυτήν. Να γίνομαι κομμάτι της».

Μόλις Χώρισα (2007) / του Βασίλη Μυριανθόπουλου
«Είχα δει την παράσταση και μου άρεσε. Διάβασα μετά το σενάριο και το απόλαυσα εξίσου. Ηταν, βέβαια, δύσκολη η μεταφορά από το θέατρο στην οθόνη. Μιλάμε για μια ταινία χωρίς πολλά εξωτερικά γυρίσματα που απειλούσε να εγκλωβίσει τον θεατή σε τέσσερις τοίχους. Να τον κάνει να ασφυκτιά. Ο Μυριανθόπουλος κατάφερε να το μηδενίσει αυτό το ενδεχόμενο. Μπορεί να ήταν η πρώτη δουλειά του στο σινεμά, αλλά νομίζω ότι αντεπεξήλθε ωραιότατα... Ασχέτως του πόσο θα αρέσει η ταινία, δεν μπορείς να της αρνηθείς την ικανότητα να σου μεταδίδει μια ασταμάτητη διάθεση ευφορίας. Το να διατηρείς το χαμόγελο σε έναν θεατή για μιάμιση ώρα είναι δύσκολο πράγμα. Κι εγώ βρίσκω τρομερά γενναιόδωρο όταν μια ταινία μπορεί και το καταφέρνει αυτό».

Γεννήθηκε το 1981. Κατάγεται από το Κρυονέρι της Αιτωλοακαρνανίας. Πρωτοέφτασε στην Αθήνα το 1999, τρεις ώρες πριν τον μεγάλο σεισμό εκείνου του Σεπτέμβρη, κυνηγώντας το όνειρο του ηθοποιού. Με πλήθος τηλεοπτικών σειρών, αρκετά θεατρικά και έξι κινηματογραφικές εμφανίσεις μέχρι τώρα, θα έλεγε κανείς ότι τα έχει καταφέρει μια χαρά.