Once Upon a time In Μexico

28.02.2008
Τα έργα και οι ημέρες του Λουίς Μπουνιουέλ στην άκρη του κόσμου

Από τον Μανώλη Κρανάκη

«Σιχαίνομαι τα ζεστά κλίματα, και αν ζω στο Μεξικό είναι μάλλον από τύχη. Δεν μου αρέσει η έρημος, η παραλία, οι Αραβες, οι Ινδοί ή οι Ιάπωνες. Με κάνουν να μοιάζω επιτηδευμένα παλιομοδίτης. Για να είμαι ειλικρινής, ο μόνος πολιτισμός που θαυμάζω είναι αυτός στον οποίο μεγάλωσα, ο Ελληνορωμαϊκός Χριστιανικός». Λουίς Μπουνιουέλ, «Η Τελευταία Πνοή»

Εκ των υστέρων μπορεί κανείς να πει με σιγουριά πως ο Λουίς Μπουνιουέλ αυτοεξορίστηκε στο Μεξικό για δύο λόγους: για να σκηνοθετήσει μία από τις καλύτερες ταινίες του, το «Λος Ολβιδάδος» και για να πεθάνει. Ανάμεσα, βέβαια, στην ταινία που σκηνοθέτησε το 1950 και τον θάνατο του, το 1983, είχαν παρεμβληθεί 33 ολόκληρα χρόνια, 26 ταινίες και δύο ακόμη μεγάλα ταξίδια, στην Ισπανία και στη Γαλλία πριν την οριστική του επιστροφή στο Μέξικο Σίτι. Το ταξίδι στη Νότια Αμερική, όμως, ακριβώς τη στιγμή που συνέβη και για όσο θα διαρκούσε, θα ήταν το πιο καθοριστικό για την πορεία ζωής που θα ακολουθούσε ο -μέχρι τότε γέννημα θρέμμα και αθεράπευτος- σουρεαλιστής. Και κανείς δεν είναι σίγουρος αν τελικά το Μεξικό θα γινόταν η επίσημη πατρίδα του Μπουνιουέλ, αν εν έτει 1946 δεν είχε προσκληθεί να διασκευάσει για τον κινηματογράφο το «Σπίτι Της Μπερνάντα Αλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σχέδιο που τελικά ναυάγησε πριν ακόμη ξεκινήσει. Η απόφαση του, όμως, να μετακομίσει μαζί με την οικογένεια του στο Μεξικό, πρακτική που είχαν ακολουθήσει πριν από αυτόν πολλοί Ισπανοί που «διώχθηκαν» με δική τους πρωτοβουλία μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο από το καθεστώς του Φράνκο, θα γινόταν η αφετηρία μίας καινούργιας καριέρας σχεδόν από την αρχή. Ή τελικά της πραγματικής καριέρας του Λουίς Μπουνιουέλ.

Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, λοιπόν, από την εποχή του «Γη Χωρίς Ψωμί» του 1933, ο Μπουνιουέλ θα σκηνοθετούσε την πρώτη του ταινία σε μεξικανικό έδαφος. Μία μάλλον αδιάφορη απόπειρα λαϊκού μιούζικαλ με χιτσκοκικές αναφορές και τίτλο «Gran Casino» υπό την αμέριστη συμπαράσταση του Μεξικανού παραγωγού Οσκαρ Ντανσιγκέρς που, αντίθετα με όλες τις προβλέψεις, δεν θα γνώριζε την παραμικρή επιτυχία. Καταλύτης, σε μία εποχή που το μεξικανικό σινεμά χρειαζόταν αληθινούς δημιουργούς για να δηλώσει παρών στο διεθνές στερέωμα, ο Μπουνιουέλ θα χρησιμοποιούσε τις περισσότερες από τις ταινίες που γύρισε τα πρώτα χρόνια της ζωής του (επιτυχημένες και αποτυχημένες) στο Μεξικό για να τελειοποιήσει την τεχνική του, φτάνοντας νομοτελειακά στο 1950, όπου και θα σκηνοθετούσε μέσα σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας το «Λος Ολβιδάδος». Μία ταινία στα όρια του μετά-νεορεαλισμού, μία ωδή πάνω στις έννοιες του ανδρισμού και της εφηβικής παρόρμησης που την ίδια χρονιά θα «μετακόμιζε» τον Μπουνιουέλ από το πάνθεον των σουρεαλιστών σε αυτό των μεγάλων δημιουργών με το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών, ενώ χρόνια αργότερα η ταινία θα αναγνωριζόταν από την Unesco ως «επιλεγμένο κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».

Το «Λος Ολβιδάδος» (μεταφράζεται ως «Οι Ξεχασμένοι»), κλασικό πλέον δείγμα της θαρραλέας φιλοσοφίας του Μπουνιουέλ, αφηγείται με σοκαριστική λιτότητα την ιστορία μίας παρέας εγκαταλελειμμένων παιδιών στις φτωχές συνοικίες του Μέξικο Σίτι και των ανορθόδοξων τρόπων με τους οποίους επιβιώνουν, σε μία έξαρση ωμής ποίησης που ξεκινά από τη σκληρή καθημερινότητα για να εκτοξευθεί στη μοναδική διέξοδο που δεν είναι άλλη από το όνειρο. Σύνοψη ολόκληρης της μεξικάνικης περιόδου του Μπουνιουέλ, το «Λος Ολβιδάδος» θα γινόταν το σημείο μηδέν μίας αντιπαράθεσης που θα ήθελε τις 21 ταινίες που σκηνοθέτησε ο σκηνοθέτης στο Μεξικό ως μία μάλλον μέτρια συγκομιδή. Την ίδια στιγμή που μελετητές σε ολόκληρο τον κόσμο θα αναγνώριζαν ταινίες όπως το «Εl» (1953), το «Ναζαρέν» (1959) ή την «Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουζ» (1955) ως την πιο καίρια απεικόνιση της ιστορικής πραγματικότητας της Νότιας Αμερικής μέσα από αρχετυπικές εικόνες και παραδόσεις που το βλέμμα του Μπουνιουέλ ήξερε να παραμορφώνει με σχεδόν χειρουργικό τρόπο.

Μέσα από τη ζωή των μη προνομιούχων και με σταθερές τις αναφορές του στην «πίστη», ο Μπουνιουέλ εξαπέλυσε με τις περισσότερες ταινίες της μεξικανικής περιόδου του τη σαφή του αντίδραση απέναντι στη φολκλορική εικόνα στην οποία είχε καταδικαστεί το Μεξικό μέσα από το σινεμά πριν από αυτόν. Και στέλνοντας το οριστικά προς έναν βέβηλο μοντερνισμό (που όχι τυχαία συνέπεσε με την είσοδο της χώρας στην ύστατη βιομηχανική της περίοδο) άσκησε δριμεία κριτική στην κρατική αναλγησία και στο υπερεκτιμημένο «ναρκωτικό» της παντοδύναμης εκκλησίας. Ισχυροποιώντας το σινεμά του ως μία ιδανική μείξη ρεαλισμού και ονείρου που μακριά πια από τον σουρεαλισμό έμοιαζε να αγγίζει τα επικίνδυνα ύψη του υπερρεαλισμού. Χρόνια μετά το σκάνδαλο της «Βιριδιάνα» και το συνεπακόλουθο πέρασμα του στην οριστική ρήξη με την μπουρζουαζία- που θα ξεκινούσε με τον «Εξολοθρευτή Αγγελο» του 1962 και θα κορυφωνόταν με τις επτά ταινίες που γύρισε στη Γαλλία, θέτοντας τις πιο ισχυρές βάσεις της καριέρας του για να είναι ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, ο Μπουνιουέλ θα επέστρεφε το 1983 στο Μεξικό -επίσημος υπήκοος και ιδιοκτήτης ενός σπιτιού στην πόλη του Μεξικό- για να πεθάνει.

Μέσα στις αντιφάσεις του (θρησκευόμενη παιδεία - άθεος, αριστοκρατική καταγωγή - πολέμιος της μπουρζουαζίας, ενσυνείδητος καλλιτέχνης - αδιάφορος για τις αναλύσεις της ίδιας της τέχνης) ο Μπουνιουέλ ήξερε τα δύο πιο σημαντικά πράγματα που οφείλει να γνωρίζει κανείς πριν αφήσει την «τελευταία του πνοή»: πως ήθελε να πεθάνει ζωντανός, όπως έλεγε, και ποια ακριβώς - μετά από τόσες περιπλανήσεις στις δύο πλευρές του Ατλαντικού - ήταν η πατρίδα του.

Το μαρτίνι του Μπουνιουέλ

«Το αγαπημένο μου ποτό είναι το dry martini. Λογαριάζοντας τον πρωταρχικό ρόλο που το dry martini έχει παίξει σ' αυτήν εδώ τη ζωή που διηγούμαι, οφείλω να του αφιερώσω μια δυο σελίδες. Οπως όλα τα κοκτέιλ, είναι πιθανότατα αμερικανική εφεύρεση. Τα απαραίτητα συστατικά του είναι το τζιν και μερικές σταγόνες από κάποιο βερμούτ, κατά προτίμηση το Noilly - Prat... Ας μου επιτραπεί να δώσω την προσωπική μου συνταγή, καρπό μακροχρόνιας πείρας, με την οποία πετυχαίνω πάντα λαμπρά αποτελέσματα. Μια μέρα πριν έρθουν οι καλεσμένοι μου, βάζω όλα τα απαραίτητα - τα ποτήρια, το τζιν, το σέικερ - στο ψυγείο. Εχω ένα θερμόμετρο για να ελέγχω την θερμοκρασία του πάγου, πόυ πρέπει να είναι γύρω στους είκοσι βαθμούς κάτω από το μηδέν. Την επομένη, αφού έχουν έρθει οι φίλοι μου, παίρνω ό,τι μου χρειάζεται. Πάνω στον πολύ στέρεο πάγο ρίχνω πρώτα μερικές σταγόνες Noilly - Prat και μισό κουταλάκι του καφέ ανγκοστούρα. Τα ανακατεύω όλα και μετά αδειάζω. Κρατάω μόνο τον πάγο, που διατηρεί μόλις ένα ελαφρό ίχνος από τα δύο αρώματα, και πάνω στον πάγο ρίχνω το καθαρό τζιν. Ανακατεύω ακόμη λίγο και σερβίρω. Αυτό είναι όλο, αλλά δεν υπάρχει ανώτερο».