Από τον Μανώλη Κρανάκη
Αντιεξουσιαστής από τους λίγους στην Ιστορία του κινηματογράφου, ο Μπουνιουέλ ήξερε ακριβώς γιατί δέχθηκε την προσφορά του Φράνκο να επιστρέψει στην Ισπανία «προδίδοντας» φαινομενικά τα πιστεύω του. Η ωρολογιακή βόμβα που είχε στα χέρια του ήταν προγραμματισμένη να εκραγεί ακριβώς τη στιγμή που η ίδια η Ισπανία είχε εκλιπαρήσει για την επιστροφή του στην μαμά πατρίδα και την ίδια στιγμή που η παγκόσμια κριτική θα τον αποθέωνε ως τον μεγαλύτερο εν ζωή δημιουργό.
Η «Βιριδιάνα» γυρίστηκε το 1961, πρώτη ταινία που θα γύριζε ο Μπουνιουέλ στην Ισπανία μετά την εξορία του στο Μεξικό και στην πραγματικότητα ήταν απλά μία απελπισμένη προσπάθεια κατάδειξης ενός κόσμου που δεν μπορούσε πια να στραφεί πουθενά για να σωθεί. Χωρισμένη σε δύο μέρη, η ιστορία μίας καλόγριας που θα επιστρέψει στο σπίτι του κηδεμόνα της για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του διαστροφές και τελικά -μετά τον θάνατο του- να μετατρέψει το σπίτι του σε ένα νέο καθαρτήριο οργανώνοντας τελετουργικά και με χριστιανική έπαρση έναν καινούργιο μυστικό δείπνο, ήταν για τον Μπουνιουέλ μία ακόμη ιστορία εγκλήματος και τιμωρίας στα όρια της μαύρης κωμωδίας.
Οχι όμως και για το Βατικανό που με μπροστάρη την εφημερίδα «L Osservatore Romano» θα αφόριζε εσαεί τον Λουίς Μπουνιουέλ, κατηγορώντας την ταινία ως βλάσφημη, αναγκάζοντας τον δημιουργό να δηλώσει με το χαρακτηριστικό του πνεύμα: «Δεν υπήρχε καμία πρόθεση να είμαι συνειδητά βλάσφημος, αλλά πάλι ο Πάπας Ιωάννης ο ΧΧΙΙΙ είναι καλύτερος κριτής σε αυτά τα πράγματα από ό,τι εγώ».
Η Ισπανία που μέχρι τη στιγμή που η ταινία κέρδιζε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών (εξ ημισείας με την «Μακρά Απουσία» του Ανρί Κολπί) συνόδευε μετά τιμών και βαϊων την επιτυχία του Μπουνιουέλ, θα απαγόρευε οριστικά την προβολή της σε εθνικό δίκτυο και θα αποποιούταν τελεσίδικα την υπηκοότητά της. Η «Βιριδιάνα» θα έγραφε τελικά στην περιπετειώδη ταυτότητα της «Μεξικό», σε διαρκή αναμονή μέχρι και το 1977 όπου η προβολή της επετράπη στην Ισπανία. Ο ίδιος ο Μπουνιουέλ είχε αποκαλύψει πως ο ίδιος ο Φράνκο δεν είχε εναντιωθεί προσωπικά στην ταινία: «Για να σας πω την αλήθεια, μετά από όλα αυτά που είχε δει, η ταινία θα πρέπει να του είχε φανεί εξαιρετικά αθώα».
Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ μιλούσε γαλλικά - Τα επτά μεθυσμένα αριστουργήματα του Λουίς Μπουνιουέλ
Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά
Το 1963 σε ένα ξενοδοχείο των Καννών, ο Λουίς Μπουνιουέλ συνειδητοποίησε ότι ο αρκετά νεότερος σεναριογράφος Ζαν-Κλοντ Καριέρ είναι γερό ποτήρι και τον έχρισε μόνιμο συνεργάτη του. Με άλλα λόγια, για τα επτά αριστουργήματα που ακολούθησαν μετά την Μεξικανική του περίοδο και αφού πια είχε μετακομίσει -αν και όχι για πολύ- στη Γαλλία φταίει το αλκοόλ.
Το Ημερολόγιο Μιας Καμαριέρας (1964)
Η ιστορία μιας ατρόμητης υπηρέτριας που βλέπει το δέντρο ενός αστυνομικού μυστηρίου και χάνει τον εαυτό της στο δάσος μιας εξουσίας με χίλια πρόσωπα και ενός υπογείως ανερχόμενου φασισμού, μεταφερμένη στη Γαλλία του 1928. Είχε δει τελικά ο Μπουνιουέλ την προηγούμενη μεταφορά του μυθιστορήματος του αναρχικού Οκτάβ Μιρμπό δια χειρός Ζαν Ρενουάρ, και απλώς προτιμούσε να σφυρίζει αδιάφορα; Ποτέ δεν θα μάθουμε και, το κυριότερο, ποτέ δεν θα νοιαστούμε, από τη στιγμή που ο Ισπανός αφενός περνά τον Γάλλο στο φώτο φίνις, αφετέρου στοιχειώνει αυτό εδώ το «ημερολόγιο» με τους δικούς του δαίμονες. Και με μια Ζαν Μορό - κινούμενο φετίχ, που και μόνο στο πέρασμα της ανοίγει απάτητους δρόμους ακόμα και στη δική του αχαλίνωτη φαντασία.
Η Ωραία της Ημέρας (1966)
Η ικανότητα του Λουίς Μπουνιουέλ να κάνει αγνώριστες τις λογοτεχνικές του πηγές κάθε φορά που θα τις εμπιστευόταν για ένα σενάριο φτάνει εδώ στα άκρα, καθώς θα ήταν πιο λογικό να υποθέσει κανείς ότι η «Ωραία Της Ημέρας» με την ιστορία μίας «τη μέρα συζύγου, το βράδυ πόρνης» βασίζεται σε κάποιο κρυφό αριστούργημα του Μαρκήσιου ντε Σαντ και όχι στο σχεδόν σαχλό μυθιστόρημα του Τζόσεφ Κέλερ. Κάνοντας θαύματα με το κατάψυχρο αλλά αινιγματικό προσωπείο της Κατρίν Ντενέβ, ο Μπουνιουέλ διασχίζει με βασανιστική εμμονή μια σαδομαζοχιστική χώρα των θαυμάτων και χαρίζει στην παντρεμένη ηρωίδα του την πιο αιθέρια τελική σκηνή της φιλμογραφίας του.
Ο Γαλαξίας (1969)
Βγαίνοντας από μια προβολή της «Κινέζας» του Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο Μπουνιουέλ θα εξομολογηθεί στον Καριέρ «τώρα ξέρω πώς πρέπει να το κάνω», αναφερόμενος σε μια προ εικοσαετίας ιδέα του για μια ταινία πάνω στις χριστιανικές αιρέσεις. Κάπως έτσι εγένετο ο «Γαλαξίας», εντομολογική και ενίοτε σπαρταριστή παρατήρηση των ποικίλων παραλλαγών του είδους homo christianus, όπως θα σημείωνε ο κριτικός κινηματογράφου Μπιλ Κρον. Από τον σκηνοθέτη που περηφανευόταν «Δόξα τω θεώ, είμαι άθεος» με πολλή αγάπη.
Τριστάνα (1970)
Ο Δον Λόπε και η υπερβολικά νεότερη Τριστάνα, μια ιστορία αγάπης (!) ντυμένη με παρωδούμενα χριστιανικά σύμβολα και άφθονο σαδισμό. Και πάλι η Κατρίν Ντενέβ, και πάλι η μεταμόρφωση μιας λογοτεχνικής ηρωίδας (η ταινία αποτελεί ελεύθερη διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του Μπενίτο Περέζ Γκάλντος) σε μπουνιουελική περσόνα που τσιμπάει και αφήνει δηλητήριο.
Η Κρυφή Γοητεία Της Μπουρζουαζίας (1972)
Ονειρο μέσα σε όνειρο μέσα σε τρίτο όνειρο και πάει λέγοντας, η ίσως πιο διάσημη φιλμική μπάμπουσκα του Μπουνιουέλ ωθεί ένα μεγαλοαστικό δείπνο σε μια διαρκή αδυναμία ολοκλήρωσης (θυμηθείτε και τον πανομοιότυπο εφιάλτη του «Εξολοθρευτή Αγγελου») και τον ίδιο τον σκηνοθέτη στο πρώτο κεφάλαιο της τριλογίας-κατακλείδας της καριέρας του. Εκεί όπου οι σουρεαλιστικές καταβολές είναι πια αναπόφευκτα κεντημένες με γαλλική φινέτσα, η ειρωνεία έχει γίνει λιγότερο σαρωτική και περισσότερο παιγνιώδης, η αστική τάξη δεν έχει πια κανένα μέρος για να κρυφτεί και οι σαρκαστικές τάσεις προς ένα οποιοδήποτε χάπι εντ ματαιώνονται επανειλημμένα από ένα ακατάληπτο ξέσπασμα βίας.
Το Φάντασμα Της Ελευθερίας (1974)
Ενα ζευγάρι που σκανδαλίζεται με ειδυλλιακές καρτ ποστάλ κι ένας αστυνομικός που δίνει διαταγή να ψάξουν παντού το κορίτσι που - αν και επιμένει να μην το διακρίνει - βρίσκεται μπροστά του. Ενας δολοφόνος που καταδικάζεται σε θάνατο από το δικαστήριο αλλά απελευθερώνεται πανηγυρικά από την αστυνομία, και μια παρέα αστών (ξανά) που αφοδεύουν στην τραπεζαρία και τρώνε κρυφά στην τουαλέτα. Μια γενική επιστράτευση που κηρύσσεται για το κυνήγι αλεπούδων, και μια διαδήλωση με κεντρικό και επιτακτικό σύνθημα που φωνάζει: «Κάτω η ελευθερία!».
Ενα υπέροχο γαϊτανάκι αντιστροφών εμπνευσμένο από τις θεωρίες του Λακάν, αλλά και η ισχυρότερη απόδειξη ότι όλες οι ταινίες του Μπουνιουέλ δεν είναι παρά συγκεκαλυμμένες κωμωδίες.
Το Σκοτεινό Αντικείμενο Του Πόθου (1977)
Μετά από τις μακράν υποδεέστερες εκδοχές των Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ και Ζουλιέν Ντιβιβιέ, ο Μπουνιουέλ πιάνει στα χέρια του το μυθιστόρημα «Η Γυναίκα Και Το Νευρόσπαστο» του Πιερ Λουίς και υπογράφει ένα κύκνειο άσμα τυπικά μπουνιουελικό. Με τα γνωστά και μη εξαιρετέα μοτίβα της αδυναμίας ολοκλήρωσης και του ξεμωραμένου γέρου, αλλά και μια εμμονή που ποτέ πριν δεν είχε αποδοθεί σε τέτοια ένταση: ποιο είναι «αυτό το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου», όπως τονίζει ο ανεπαίσθητα διαφορετικός αυθεντικός τίτλος του φιλμ; Ο Σλοβένος στοχαστής Σλάβοι Ζίζεκ θα έκανε λόγο για το λακανικό «μικρό αντικείμενο α», ενώ κάποιοι άλλοι δεν θα δίσταζαν να δουν το ζήτημα ανατομικά. Ούτως ή άλλως, το περί ου ο λόγος αντικείμενο παραμένει πεισματικά σκοτεινό, κρυμμένο κάπου ανάμεσα στην ενσάρκωση μιας ηρωίδας από δύο ηθοποιούς, στις κηλίδες αίματος που στιγματίζουν σποραδικά την ταινία, στην τραγελαφική τρομοκρατική επίθεση του τέλους που ρουφάει τα πάντα σε μια μαύρη τρύπα. Ο αθεόφοβος ο Μπουνιουέλ, ο άνθρωπος που κάποτε είχε προτείνει στα μέλη της σουρεαλιστικής ομάδας να κάψουν τα αρνητικά του «Ανδαλουσιανού Σκύλου» εν είδει χάπενινγκ, τελικά αποχαιρέτησε το σινεμά με ένα όραμα ολοκληρωτικής καταστροφής.
Ο Ανδαλουσιανός σκύλος δαγκώνει ακόμη
Το σουρεαλιστικό τέλος του Λουίς Μπουνιουέλ
Μετά την ολοκλήρωση του «Σκοτεινού Αντικειμένου Του Πόθου», οι Μπουνιουέλ-Καριέρ βάζουν μπρος τη συγγραφή νέου σεναρίου, αλλά γρήγορα το «παγώνουν» λόγω της επιδεινωμένης υγείας του πρώτου. Ο Μπουνιουέλ «κρεμάει τα παπούτσια», αλλά η γαλήνια ρουτίνα στην οποία προσπαθεί να προσαρμοστεί γρήγορα του προκαλεί αφόρητη ανία. Τι να κάνει, αν όχι ταινίες; «Να μου υπαγορεύσεις τα απομνημονεύματά σου», του απαντά ο Καριέρ και υπογράφει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της «Τελευταίας Πνοής» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας), που μάλλον ασφυκτιά με την τυποποίησή της ως αυτοβιογραφία ενός σκηνοθέτη. Βιωματική σπουδή πάνω στη μνήμη που ξεγλιστρά από τα χέρια, πάνω στον θάνατο που αρχίζει να γίνεται χειροπιαστός, αυτή η «Τελευταία Πνοή» θα μπορούσε να ανήκει μόνο σε κάποιον τόσο απελπισμένο αλλά γενναίο όσο ο Λουίς Μπουνιουέλ. Που αντί τελευταίων λέξεων πριν το πέρασμα στην ανυπαρξία διαπίστωσε ατάραχα, σύμφωνα με τον Καριέρ, μόνο το αυτονόητο: «Πεθαίνω».
Οι δύο τελευταίες παράγραφοι της «Τελευταίας Πνοής» αποσαφηνίζουν οριστικά τι ήταν ο Λουίς Μπουνιουέλ:
«Καθώς πλησιάζει η τελευταία μου πνοή, συχνά φαντάζομαι μία τελευταία φάρσα. Καλώ από τους παλιούς μου φίλους εκείνους που είναι ορκισμένοι άθεοι, σαν κι εμένα. Τεθλιμμένοι, παίρνουν θέση γύρω απ το κρεβάτι μου. Τότε καταφτάνει ένας ιερέας, που τον έχω καλέσει εγώ. Προς μεγάλο σκανδαλισμό των φίλων μου εξομολογούμαι, ζητάω άφεση των αμαρτιών μου και δέχομαι την τελευταία μετάληψη. Υστερα γυρίζω στο πλάι και πεθαίνω. Αλλά βρίσκει άραγε κανείς τη δύναμη να αστειευτεί εκείνη τη στιγμή;
Μία λύπη που δεν ξέρω πια τι πρόκειται να συμβεί. Που θα εγκαταλείψω τον κόσμο εν πλήρει κινήσει, όπως στη μέση μιας παράστασης. Πιστεύω πως αυτή η περιέργεια για τα μετά τον θάνατο δεν υπήρχε άλλοτε, ή υπήρχε λιγότερο, σ' ένα κόσμο που δεν άλλαζε καθόλου. Μία ομολογία: παρόλο το μίσος μου για την πληροφόρηση, θα μάρεσε να μπορούσα, κάθε δέκα χρόνια, να σηκώνομαι μέσα από τους νεκρούς, να προχωράω μέχρι ένα περίπτερο μ εφημερίδες και να αγοράζω μερικές. Δεν θα ζητούσα τίποτα περισσότερο. Με τις εφημερίδες μου κάτω από τη μασχάλη, χλομός, προχωρώντας σύρριζα στους τοίχους, θα ξαναγύριζα στο νεκροταφείο και θα διάβαζα για τις καταστροφές του κόσμου, πριν ξανακοιμηθώ, ικανοποιημένος στο ασφαλές καταφύγιο του τάφου μου».
Λουίς Μπουνιουέλ
(1900-1983)
Φιλμογραφία
* Ενας Ανδαλουσιανός σκύλος
(Un chien Andalou), 1928
* Η χρυσή εποχή
(Lage dor),1930
* Γη χωρίς ψωμί
(Las Hurdes), 1933
* Η Ισπανία Στα Οπλα
(Espana leal en armas), 1937
* Gran casino, 1946
* Ο Γλεντζές
(El Gran Cavalera), 1949
* Λος Ολβιδάδος
(Los Olvidados), 1950 -
Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Καννών
* Σουζάνα, η διεφθαρμένη
(Susana, Demonio y Carne), 1950
* Μια γυναίκα χωρίς αγάπη
(Una mujer sin amor), 1951
* Η κόρη της πλάνης
(La Hija del engano), 1951
* Το Ανέβασμα στον ουρανό
(Subida al Cielo), 1951
* Το κτήνος
(El Bruto),1952
* Ροβινσών Κρούσος
(Las adventuras de Robinson Crusoe), 1952
* Ελ (El) ,1952
* Ανεμοδαρμένα Υψη
(Abismos de pasion), 1953
* Το κλεμμένο τραμ
(La ilusion Viaja en Tranvia),1953
* To ποτάμι κι ο θάνατος
(El Rio y la muerte), 1954
* Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε λα κρουζ
(Ensayo de un Crimen), 1955
* Αυτό λέγεται Αυγή
(Cella sappelle lAurore),1955
* Ο θάνατος σ' αυτόν τον κήπο
(La mort en ce Jardin),1956
* Ναζαρέν
(Nazarin), 1958 - Ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ Καννών
* Ο πυρετός ανεβαίνει στο Ελ Πάο
(La fievre monte a El Pao),1959
* Το κορίτσι
(The young one),1960
* Βιριδιάνα
(Viridiana), 1961 - Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Καννών
* Ο εξολοθρευτής άγγελος
(Εl angel exterminador), 1962
* Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας
(Le journal dune femme de chambre), 1963
* Ο Σίμων της ερήμου
(Simeon del desierto), 1965
* Η Ωραία της ημέρας
(Belle de jour) , 1966
-Χρυσός Λέων στο φεστιβάλ Βενετίας
* Ο γαλαξίας
(La voie lactee), 1969
* Τριστάνα
(Tristana), 1970 -Υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας
* Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας
(Le charme discret de la bourgeoisie), 1972
-Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, υποψηφιότητα για Οσκαρ σεναρίου
* Το φάντασμα της ελευθερίας
(Le fantome de la liberte),1974
* Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου
(Cet Obscur objet du desir), 1977 -Υποψηφιότητες για τα Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και σεναρίου