Πάρα πολλές φορές το σινεμά έχει επιδείξει πόσο βάρβαρο μπορεί να είναι το πέρασμα στην εφηβεία. Πόσο ανεξήγητα επώδυνο μπορεί να είναι το χάσιμο της αθωότητας. Πόσο μπερδεύεται το μυαλό, με τις αισθήσεις και όλα μαζί με την καρδιά. Ποτέ όμως δεν είδαμε τη σύγκρουση αυτή από την πλευρά του παρατηρητή -κι όχι του «συμμετέχοντα»- με τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που μπερδεύουν τον ερωτικό πόθο με τη βία, και καταγγέλλουν τον εραστή της αδελφή της για κάτι που δεν έκανε ποτέ. Ποτέ δεν είδαμε τρεις ζωές να καταστρέφονται ακαριαία και ανεπίστρεπτα και μία οικογένεια να ισοπεδώνεται , προτού ακόμα πέσουν οι πρώτες βόμβες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στο Λονδίνο.
Ο Τζο Ράιτ ξέρει ότι κρατάει στα χέρια του έναν Δούρειο Ιππο. Μία πρώτη ύλη που μασκαρεύεται σε ερωτικό δράμα εποχής, για να πάρει διαστάσεις πολεμικού έπους και μετά να ξανακλείσει σε μία χούφτα, στις σελίδες ενός βιβλίου, σ’ ένα ζευγάρι μάτια. Σε μια απογυμνωμένη ερώτηση. Πώς θα το χειριστεί αυτό κινηματογραφικά είναι και το μεγάλο στοίχημα. Το πρώτο μέρος το κατέχει και το επιδεικνύει με... περηφάνια και χωρίς καμία προκατάληψη: εξοχική έπαυλη της οικογενείας, ένα υγρό, βαρετό καλοκαίρι του μεσοπολέμου ξυπνάει ο ερωτικός πόθος του έφηβου πλουσιοκόριτσου με τον τίμιο γιο του επιστάτη. Ξεσπάει βίαια, με την στακάτη εκφορά με την οποία ξεστομίζει η Νάιτλι την καθωσπρέπει αγγλική γλώσσα, με τον πληγωμένο θυμό που καταπίνει ο βουβός ΜακΑβόι τις ερωτευμένες προσβολές. Μόνο που δεν είναι εκείνοι οι πρωταγωνιστές, αλλά η μικρή αδελφή που σοκάρεται από αυτό τον σεξουαλικό σκοτεινό χορό και αντιδρά καταστροφικά.
Στο δεύτερο μέρος ο Ράιτ εκτοξεύεται: ντύνει την τραγωδία σ’ ένα επιδεικτικά αριστοτεχνικό μονοπλάνο και μας την προσφέρει για χάζι. Οσο θαμπωνόμαστε όμως από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, τόσο οι ισορροπίες γέρνουν επικίνδυνα προς το μελό. Τόσο η σκηνοθετική μαεστρία μοιάζει αυτοσκοπός. Τόσο οι μεγάλες διαστάσεις που έχει πάρει η αφήγηση, η ιστορία, αλλά και η Ιστορία, μοιάζουν να μην έχουν χώρο για αυτούς τους τρεις ανθρώπους που αφήσαμε πίσω. Η ταινία ολοκληρώνεται μέσα στα συντρίμμια. Οχι του πολέμου, αλλά της ίδιας της αυτοκαταστροφής. Ολα ανατρέπονται, όλα σωπαίνουν, μικραίνουν και ξαναγυρίζουν στον άνθρωπο. Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ υπογράφει τον στιβαρό επίλογο, με μία ολιγόλεπτη ερμηνεία που κλέβει την παράσταση, κι αυτή η επική τραγωδία, αυτή η λικνιστική χορογραφία ενοχών κλείνει μέσα στο μυαλό του κάθε θεατή προσωπικά. Για μερικούς από εμάς όμως η χειρότερη ανατροπή δεν ήταν το τέλος. Αλλά η επόμενη μέρα: παρ’ όλη την ένταση, το μέγεθος και το συναισθηματικό της κρεσέντο, την είχαμε ξεχάσει. Κι αυτό είναι το τίμημα μιας ταινίας που στήνεται για να τη βλέπεις και όχι να τη ζεις.
Πόλυ Λυκούργου