Πριν από μερικούς μήνες μια ταινία-φάντασμα από το παρελθόν έκανε την εμφάνισή της στις αμερικανικές αίθουσες. Το «Κiller Of Sheep» χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως «χαμένο αριστούργημα» και ο δημιουργός του επανεκτιμάται τώρα σαν ένα άγνωστο αλλά πολύτιμο κεφάλαιο του ανεξάρτητου, αμερικανικού σινεμά. Αυτή είναι η ιστορία του.
Από τον Θανάση Πατσαβό
Μόνος εναντίον όλων
Τριάντα χρόνια χρειάστηκαν για να ανασυρθεί από τη λήθη και να προβληθεί ευρύτερα το υπόκωφο, ασπρόμαυρο δημιούργημα του Τσαρλς Μπερνέτ. Παρά τη συμμετοχή του σε δεκάδες λίστες με τις σημαντικότερες, αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών και την ανακήρυξή του από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου σε εθνικό μνημείο, το «Κiller Of Sheep» συνέχισε να παραμένει αθέατο και εξαιρετικά δυσεύρετο. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που το οδήγησαν στην αφάνεια και γιατί ακριβώς αυτό το μικρό, χειροποίητο φιλμ είναι τόσο σημαντικό;%PHOTO1LEFT%
Με μοναδική προϋπηρεσία μερικές μικρού μήκους, ο Τσαρλς Μπερνέτ γύρισε το «Κiller Of Sheep» σε ηλικία 33 ετών ως διατριβή στο UCLA, απ όπου συστηματικά και εσκεμμένα καθυστερούσε την αποφοίτησή του προκειμένου να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν περισσότερο την ελεύθερη πρόσβαση στον τεχνικό εξοπλισμό που το πανεπιστήμιο παραχωρούσε στους φοιτητές του. Με αυτόν τον εξοπλισμό, απομεινάρια αχρησιμοποίητου φιλμ από στοκ εταιρειών, ερασιτέχνες ηθοποιούς και ένα budget μικρότερο από 10.000 δολάρια γεννήθηκε το «Κiller Of Sheep». Κινητήριος δύναμη υπήρξε η αντίδραση του Μπερνέτ στην επικρατούσα μόδα των blaxploitation που ως μοναδική παρουσία των μαύρων στην κινηματογραφική βιομηχανία έδιναν μια εντελώς παραπλανητική εικόνα της κουλτούρας και του τρόπου ζωής της αφροαμερικανικής κοινότητας. Αρνούμενος να αναγνωρίσει την ψευδαίσθηση του black power και της απατηλής γοητείας του υποκόσμου, όπως αυτή καθιερώθηκε από τον «Shaft» και τους επιγόνους τους στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο Μπερνέτ αποφάσισε να συλλάβει τη γυμνή αλήθεια, μέσα από μια σειρά στιγμιότυπων από τη ζωή μιας οικογένειας μαύρων σε μια στραπατσαρισμένη από τη φτώχεια γειτονιά του Λος Αντζελες, όπου μεγάλωσε κι ο ίδιος.
Poetry in motion
O Σταν προδίδεται από το άδειο βλέμμα του. Τσακισμένος από την ανούσια και ενίοτε βάρβαρη εργασία του σε ένα σφαγείο και τις επίμονες αϋπνίες, απομακρύνεται σταδιακά από την οικογένειά του. Περνώντας ώρες περιμένοντάς τον, η γυναίκα του καλλωπίζεται ελπίζοντας μάταια να τον παρασύρει σε ένα ερωτικό παιχνίδι που θα καλύψει τη χαμένη απόσταση μεταξύ τους. Η μικρή τους κόρη κρύβει το πρόσωπό της πίσω από μια ανέκφραστη λαστιχένια μάσκα σκύλου και ο γιος τους παίζει στις σκονισμένες αλάνες και στις ταράτσες των σπιτιών επιχειρώντας ριψοκίνδυνα άλματα. Φαινομενικά ασύνδετες αλλά απόλυτα εναρμονισμένες μεταξύ τους, οι βινιέτες που αποτελούν το «Κiller Of Sheep» χαϊδεύουν νωχελικά το μάτι και προκαλούν μικρά τσιμπήματα στην καρδιά. Τις συνδέει ένα αόρατο νήμα βουβού πόνου και συνενοχής που στιγμάτισε ανεπανόρθωτα τους λίγους τυχερούς που ήρθαν σε επαφή μαζί του. Γεμάτο από μικρές τραγωδίες πιο συνταρακτικές κι από τις πιο έντονες εκρήξεις βίας. Πιστό στην απεικόνιση μιας καθημερινότητας που ξετυλίγεται μέσα από μια σειρά άνισων μαχών, εναλλάσσει τις ήττες και τους θριάμβους αφήνοντας το τελικό αποτέλεσμα μετέωρο. Η ζωή συνεχίζεται και γι αυτό δεν μπορεί να έχει καμία συγκεκριμένη έκβαση. Μοναδική, ουσιαστική επιλογή η στωικότητα και ο συμβιβασμός.
Αδυνατώντας να ερμηνεύσουν με τους δικούς του όρους το ιδιότυπο μείγμα ρεαλισμού και αφαίρεσης του Μπερνέτ, οι κριτικοί ανέγνωσαν στο έργο του την επιρροή του ιταλικού νεορεαλισμού και της βεριτέ ευαισθησίας του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι. Πολύ πιο εύστοχα το περιοδικό Time αναφερόμενο σε μια άλλη ταινία του, το «Τo Sleep With Αnger», έγραφε: «Αν το σινεμά του Σπάικ Λι είναι το κινηματογραφικό αντίστοιχο της ραπ - άμεσο, εκρηκτικό, βλάσφημο, τότε οι ταινίες του Μπερνέτ είναι σαν τα παλιά, καλά μπλουζ». Πατώντας στο συναισθηματικό πλούτο της μαύρης, μουσικής παράδοσης αιώνων, ο Μπερνέτ χάρισε στην ταινία του μια αδιαπέραστη ατμόσφαιρα μελαγχολίας, επιτυγχάνοντας τη συναισθηματική πολυπλοκότητα που αναδίδουν τα γκόσπελ, τα μπλουζ και η τζαζ. Και διόλου τυχαία την έντυσε με τραγούδια των Πολ Ρόμπσον, Ετα Τζέιμς, Τζορτζ Γκέρσουιν και Ντάινα Ουάσινγκτον. Κατά τραγική ειρωνεία η μουσική με την οποία η ταινία αφουγκράζεται τα βάσανα της αφροαμερικανικής κοινότητας στάθηκε και η κατάρα που καταδίκασε το «Κiller Of Sheep» στην αφάνεια. Ανίκανος να εξασφαλίσει τα πνευματικά δικαιώματα, ο Μπερνέτ είδε την ταινία του να προβάλλεται σποραδικά σε μερικά κινηματογραφικά φεστιβάλ και μετά να εξαφανίζεται.%PHOTO2RIGHT%
Παλεύοντας με το mainstream
Μετά από τη βράβευσή του «Κiller Of Sheep» από τη Διεθνή Ενωση Κριτικών στο φεστιβάλ Βερολίνου το 1981, ο Μπερνέτ συνέχισε να δουλεύει στο περιθώριο του εμπορικού σινεμά. Η επόμενη απόπειρά του είχε παρόμοια περιπετειώδη πορεία. Χρηματοδοτούμενη από μια υποτροφία του ιδρύματος Γκούγκενχαϊμ, το «Μy Brothers Wedding» επιχειρούσε μια α λα Ρόμπερτ Ολτμαν καταγραφή του μικρόκοσμου γύρω από ένα καθαριστήριο ρούχων. Με επίκεντρο το δίλημμα ενός ατίθασου νεαρού ανάμεσα στην οικογένειά του και τον άρτι αποφυλακισθέντα κολλητό του, ο Μπερνέτ σκύβει για άλλη μια φορά πάνω από τα προβλήματα της μαύρης κοινότητας αλλά προδίδεται εμφανέστερα από τον πενιχρό προϋπολογισμό και τους άπειρους πρωταγωνιστές. Επειτα από αλλεπάλληλες διακοπές των γυρισμάτων πιέστηκε από τους παραγωγούς να παραδώσει ένα rough cut για φεστιβαλική χρήση. Μόλις πέρσι ο Μπερνέτ ξαναμόνταρε την ταινία στην αρχική επιθυμητή της μορφή για την επικείμενη επανέκδοσή της μαζί με το «Κiller Of Sheep».
Το 1990 ο σκηνοθέτης θα επανέλθει με ό,τι κατά κοινή ομολογία θεωρείται το έτερο διαμάντι της αλλόκοτης καριέρας του, το «Τo Sleep With Αnger». Παρά τη συμμετοχή και συμπαράσταση του πρωταγωνιστή Ντάνι Γκλόβερ που τότε απολάμβανε την τεράστια δημοσιότητα του «Φονικού Οπλου», θα αδικηθεί κι αυτό από την ανύπαρκτη προωθητική καμπάνια. Που δεν γνώριζε πώς να χειριστεί έναν μυστήριο συνδυασμό οικογενειακού δράματος και μεταφυσικού φιλμ που ξεκινά με το (απίστευτο) πλάνο ενός άντρα που βρίσκεται καθισμένος σε μια πολυθρόνα και αρπάζει αργά φωτιά υπό τους ήχους ενός γκόσπελ κομματιού, για να διαπεράσει με τη θαυμαστή, αφηρημένη αυτή εντύπωση που αφήνει η παραπάνω εικόνα ολόκληρη την υπόλοιπη ταινία. Και την ιστορία ενός μυστηριώδη άντρα που επιστρέφει, σαν φάντασμα θαρρείς, από το παρελθόν για να σπείρει τη διχόνοια και την ένταση στο εσωτερικό μιας μικροαστικής φαμίλιας.
Εχοντας καεί για τρίτη φορά από το σύστημα διανομής, ο Μπερνέτ στράφηκε στις τηλεοπτικές παραγωγές και το ντοκιμαντέρ με μονάχα δυο ακόμη fiction αναλαμπές: το αστυνομικό, αντιρατσιστικό δράμα «Τhe Glass Shield» (πειραγμένο από τους Γάλλους παραγωγούς και τη Miramax) και το υποδεέστερο «Τhe Annihilation Of Fish». Ωστόσο, ακόμη κι αν το «Κiller Of Sheep» και το «Τo Sleep With Αnger» αποτελούσαν τις μοναδικές κινηματογραφικές καταθέσεις του Μπαρνέτ, θα αρκούσαν για να τον χαρακτηρίσουν ως τον πιο ιδιοσυγκρασιακό, μαύρο σκηνοθέτη που ύψωσε έστω και χαμηλότονα τη φωνή του, σε μια εποχή που οι μόνοι ρόλοι που επιφύλασσε το Χόλιγουντ στους ομόφυλούς του ήταν εκείνοι του σούπερ-μπάτσου και του πρεζέμπορα.
Η οδύσσεια μιας ταινίας
Χωρίς την απαραίτητη συντήρηση που πιο αναγνωρισμένες ταινίες απολάμβαναν, οι διαθέσιμες κόπιες του «Κiller Of Sheep» βρίσκονταν στα πρόθυρα της καταστροφής εξαιτίας μιας «ασθένειας» που κατέτρωγε το φιλμ. Το εύθραυστο φιλμ 16mm, αποκαταστάθηκε το 2000 από το UCLA και μεταφέρθηκε σε 35mm. Εξαιτίας όμως του προβλήματος των πνευματικών δικαιωμάτων της μουσικής επένδυσης, καμία εταιρεία δεν αναλάμβανε το ρίσκο να διαθέσει κόπο και χρόνο για την επανακυκλοφορία μιας αντιεμπορικής ταινίας σε οποιοδήποτε φορμά. Κανείς εκτός από την εκλεκτική Milestone Film & Video (υπεύθυνη και για την πρόσφατη, πανηγυρική κυκλοφορία του «Soy Cuba»). Η αρχική πρόβλεψη της Milestone ότι θα κατόρθωνε να ξεδιαλύνει το θέμα των δικαιωμάτων σε έξι μήνες ξεπέρασε τελικά τα έξι χρόνια και το απαιτούμενο ποσό έφτασε τα 150.000 δολάρια, πολλά περισσότερα απ όσα η μικρή εταιρεία θα μπορούσε ποτέ να διαθέσει. Το «Κiller Of Sheep» κινδύνευε για άλλη μια φορά να μείνει στο ράφι, αν ο Στίβεν Σόντερμπεργκ δεν εμφανιζόταν ως ο από μηχανής θεός και έσωζε την κατάσταση, δωρίζοντας το ήμισυ του ποσού. Με μοναδική εξαίρεση το τραγούδι «Unforgettable» της Ντάινα Ουάσινγκτον από το φινάλε της ταινίας, που λόγω νομικού αδιεξόδου αναγκαστικά αντικαταστάθηκε από το «Τhis Bitter Εarth» της ίδιας, το βασανισμένο αριστούργημα του Μπερνέτ μπορούσε επιτέλους να βρει τον δρόμο του προς το κοινό με τη μορφή που το οραματίστηκε ο δημιουργός του.
Το διπλό DVD που ακολούθησε την προβολή της αποκατεστημένης κόπιας στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου και την επανέκδοση του στις αμερικανικές αίθουσες αποτελεί πραγματικά την πεμπτουσία του ψηφιακού δίσκου (και) ως ιστορικό ντοκουμέντο.