Ο Αρμένιος σκηνοθέτης υπήρξε ένας από τους πιο ταλαιπωρημένους καλλιτέχνες στην ιστορία της κομουνιστικής Σοβιετικής Ενωσης, όμως ακόμη και η φυλακή δεν στάθηκε ικανή να καταστείλει την ανάγκη του να πλάσει αληθινά μαγικές εικόνες. «Στο τέλος η ομορφιά θριαμβεύει πάντα», συνήθιζε να λέει, και ξαναβλέποντας τις ταινίες του επιτέλους σε DVD δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις.
Από τον Γιώργο Κρασσακόπουλο
Η oμoρφιά είναι αυτό
«Είναι σαν μια περσική κοσμηματοθήκη. Η εξωτερική του ομορφιά γεμίζει τα μάτια σου, κι όταν το ανοίξεις το βρίσκεις γεμάτο υπέροχα στολίδια». Με αυτήν τη φράση περιέγραψε κάποτε ο Σεργκέι Παρατζάνοφ το «Χρώμα Του Ροδιού», την πιο διάσημη, μαγευτική αλλά και ταλαιπωρημένη ταινία του, κι αυτή η φράση θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη την αίσθηση που νιώθεις βλέποντάς την για πρώτη -ή και κάθε- φορά. Η στιγμή που ο σπάνιος πλούτος αυτού του φιλμ μού χαρίστηκε σαν εντελώς απρόσμενο δώρο είναι μία από τις πιο έντονες και σπάνιες εμπειρίες που έχω βιώσει σε κινηματογραφική αίθουσα. Χειμωνιάτικο απόγευμα των πρώιμων φοιτητικών χρόνων και μια καταρρακτώδης βροχή με σπρώχνει στην ανοιχτή πόρτα της «Ιριδας», της κινηματογραφικής λέσχης του Πανεπιστημίου Αθηνών που λειτουργούσε ακόμη στην αίθουσα της οδού Ακαδημίας. Η προβολή έχει ξεκινήσει και στην οθόνη ένας μαγευτικός κόσμος με καθηλώνει όρθιο δίπλα στην είσοδο. Εικόνες λες κεντημένες με χρυσοκλωστή, λόγια και συναισθήματα που αγγίζουν την ποίηση, αληθινή μαγεία σε 35 χιλιοστά. Το να βγω ξανά έξω δεν με απασχολεί πια, ο προορισμός μου δεν μοιάζει να βρίσκεται πουθενά αλλού από τον παράξενο, συναρπαστικό κόσμο που ανοίγεται μπροστά μου. Το σινεμά του Σεργκέι Παρατζάνοφ είναι από εκείνα που ακόμη κι αν δεν αλλάξουν τη ζωή σου, σίγουρα θα αλλάξουν τον τρόπο που βλέπεις ταινίες.
Ο ποιητής του Καυκάσου
Ο Αρμένιος στην καταγωγή, γεννημένος στη Γεωργία και Σοβιετικός στην υπηκοότητα σκηνοθέτης μοιάζει, όπως και οι ταινίες του, να μην ανήκει πουθενά, να βρίσκεται πέρα από τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις, τα όσα έχεις συνηθίσει να θεωρείς δεδομένα. Αυτή ακριβώς η μοναδικότητά του, η αίσθηση της διαφορετικότητας, η ανάγκη να μιλήσει στη δική του κινηματογραφική γλώσσα αποτέλεσε για τον Παρατζάνοφ την ουσία του μεγαλείου του και μαζί την πηγή των μεγαλύτερων προβλημάτων. Το να διαφέρεις στη Σοβιετική Ενωση του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν μια επιλογή που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, όμως, για τον Παρατζάνοφ ήταν απλά η μόνη επιλογή. Ετσι το 1964, ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία που ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αποτελεί γι αυτόν τη μόνη οδό για να κάνεις κινηματογράφο, βλέπει τα «Παιδικά Χρόνια Του Ιβάν» και ανακαλύπτει πως το περιχαρακωμένο σινεμά του κόμματος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απλή έκφραση του φόβου του να τολμήσει αυτό που θέλει αληθινά να κάνει. «Δούλευα και υπέφερα κάτω από τη δεσποτική ματιά του Κρεμλίνου. Τα φιλμ εκείνης της εποχής -και όχι μόνο τα δικά μου- δεν είναι παρά ένα καρδιογράφημα τρόμου. Ενα καρδιογράφημα του φόβου τού να χάσεις την ταινία σου, του φόβου ότι θα πεινάσεις. Του φόβου ότι δεν θα δουλέψεις ποτέ ξανά».
Αν και δώδεκα χρόνια μικρότερός του, ο Ταρκόφσκι θα γίνει, σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις, μέντοράς του. Θα τον επηρεάσει βαθιά και αργότερα θα επηρεαστεί κι εκείνος με τη σειρά του από το έργο του, καθώς οι δυο άντρες θα γίνουν στενοί φίλοι και συνοδοιπόροι στην κινηματογραφική τους διαδρομή. Αυτή του Παρατζάνοφ θα ξεκινήσει κυριολεκτικά με έναν θρίαμβο. Με τη «Σκιά Των Ξεχασμένων Προγόνων» θα αφήσει για πάντα πίσω του τον κόσμο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού για να κατασκευάσει έναν δικό του, γεννημένο από τις μνήμες της πολιτιστικής κληρονομιάς της φυλής του - περασμένο όμως από το φίλτρο της δικής του, ξεχωριστής ματιάς. Εναν κόσμο γεμάτο χρώμα, συμβολισμούς και μουσική, βουτηγμένο σε εικόνες που μοιάζουν χειροποίητες και προκαλούν δέος.
Ο διωγμός
Το φιλμ θριαμβεύει στα φεστιβάλ της Δύσης, μεταμορφώνει τον δημιουργό του σε κινηματογραφιστή πρώτου μεγέθους εκτός της χώρας του, αλλά γεννά μόνο προβλήματα γι αυτόν στη Σοβιετική Ενωση. Η απομάκρυνσή του από τις επιταγές του σινεμά που ήταν αρεστό στην κομουνιστική εξουσία τού χάρισε μια θέση στη μαύρη λίστα και ο Παρατζάνοφ αποτραβήχτηκε στην Αρμενία για να δουλέψει πάνω στο φιλμ που για πολλούς αποτελεί το αριστούργημά του. Το «Sayat Νova» είναι η βιογραφία ενός από τους διασημότερους ποιητές της χώρας του. Μια βιογραφία, όμως, που δεν έχει τίποτα κοινό με τη σημερινή ιδέα ενός τυπικού biopic. Η ποίησή του, εικονογραφημένη από τη γόνιμη φαντασία του σκηνοθέτη, αποτελεί τον οδηγό μας στη ζωή του και το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια ταινία που όρισε από την αρχή τη γλώσσα του σινεμά. «Αγαπώ πολύ αυτό το φιλμ», είπε κάποτε ο Παρατζάνοφ. «Είμαι περήφανος για το ότι δεν κέρδισε κανένα Χρυσό Λιοντάρι ή κανένα Αργυρό Παγόνι. Είμαι περήφανος γιατί κατόρθωσα να το κάνω κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Δεν είχα τα απαραίτητα υλικά, δεν είχα φιλμ, δεν είχα στη διάθεσή μου εργαστήριο εμφάνισης των όσων γύριζα, δεν είχα αρκετά φώτα ή μηχανήματα, ούτε δυνατότητα για ειδικά εφέ. Δεν είχα απολύτως τίποτα. Κι όμως, κατόρθωσα να το γυρίσω και να μεταμορφώσω τις αδυναμίες του σε έναν σχεδόν αρχέγονο ρεαλισμό, σε ένα παραμύθι γεννημένο από την πραγματικότητα».
Η κρατική λογοκρισία, εντούτοις, απαγόρευσε το φιλμ πριν ακόμη ολοκληρωθεί και ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να κόψει ένα μεγάλο μέρος της διάρκειάς του και να αλλάξει τον τίτλο του. Το «Χρώμα Του Ροδιού» (όπως έγινε γνωστότερο στη Δύση το «Sayat Νova») εδραίωσε τη φήμη του ως αληθινού οραματιστή, γιγάντωσε όμως τα προβλήματά του με τις αρχές της χώρας του. Το 1973 ο Παρατζάνοφ θα συλληφθεί με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και του βιασμού και θα καταδικαστεί σε πέντε χρόνια καταναγκαστικών έργων σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Λίγες ημέρες πριν από την καταδίκη του, ο Ταρκόφσκι θα στείλει επιστολή στην Κεντρική Επιτροπή του Κομουνιστικού Κόμματος, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα τα εξής: «Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια ο Σεργκέι Παρατζάνοφ έκανε μόνο δύο ταινίες που όμως επηρέασαν βαθιά το σινεμά της χώρας αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Από καλλιτεχνικής άποψης ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τον Παρατζάνοφ. Ναι, είναι ένοχος, ένοχος της μοναδικότητάς του».
Λάμψη μέσα από το σκοτάδι
Τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του ο Παρατζάνοφ θα τα περάσει μέσα κι έξω από τις φυλακές, με αλλεπάλληλες συλλήψεις, καταδίκες και απαγορεύσεις να εργαστεί στο σινεμά. Εκείνος, ωστόσο, συνήθιζε να λέει πως αυτά ήταν μερικά από τα καλύτερα χρόνια της ζωής του. «Η απομόνωση στις φυλακές της Σοβιετικής Ενωσης ήταν αφόρητη, όμως για μένα η αληθινή τραγωδία θα ήταν να διαλυθώ, να χάσω τη θέλησή μου για δουλειά. Θα μπορούσα εύκολα να γίνω κι εγώ εγκληματίας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αλλά η τέχνη μου με έσωσε. Ξεκίνησα να σχεδιάζω, να δημιουργώ, αλλά και να εξομολογώ τους συγκρατούμενούς μου. Η ιστορία κάθε συγκρατούμενού μου, οι τραγωδίες της ζωής του, τα εγκλήματα που διέπραξε, όλα όσα ψιθύριζαν στο αφτί μου ήταν σαν σενάρια, σαν νουβέλες. Ηταν τα δώρα τους σε μένα». Η ταλαιπωρία και η σκληρότητα της φυλακής δεν θα πτοήσουν το πνεύμα του.
Τα χρόνια εκείνα θα συγκεντρώσει ένα τεράστιο έργο από πίνακες κολάζ, κατασκευές, και όταν οι συνθήκες στη Σοβιετική Ενωση γίνουν πιο ελαστικές θα επιστρέψει στο σινεμά για να γυρίσει δύο ακόμη σπουδαίες ταινίες, τον «Θρύλο Του Κάστρου Σουράμ» και το «Αshik Κerib», ενώ το τελευταίο του έργο με τίτλο «Εξομολόγηση» θα μείνει ανολοκλήρωτο.
Στις 21 Ιουλίου 1990 το κουρασμένο σώμα του σκηνοθέτη θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 66 ετών. Οι εικόνες, τα συναισθήματα, ο τρόπος που άλλαξε την τέχνη του σινεμά όμως θα μείνουν για πάντα ζωντανά: «Το να σκηνοθετείς δεν είναι τίποτα περισσότερο από το να μεταφέρεις την αλήθεια σε εικόνες: τη θλίψη, την ελπίδα, την αγάπη, την ομορφιά. Μερικές φορές, όταν αφηγούμαι τις ιστορίες των σεναρίων μου σε άλλους ανθρώπους, τους ρωτώ αν νομίζουν πως είναι αληθινές ή βγαλμένες από τη φαντασία μου. Σε κάποιους μπορεί να φαίνονται κατασκευασμένες, όμως, για μένα είναι απλά η αλήθεια. Με τον τρόπο, όμως, που τη βλέπω εγώ»...
Η μαγεία σε ψηφιακούς δίσκους
Το «Χρώμα Του Ροδιού», το «Στη Σκιά Των Ξεχασμένων Προγόνων», ο «Θρύλος Του Κάστρου Σουράμ» και το «Αshik Κerib» συγκεντρώνονται από την Kino Video και κυκλοφορούν σε συλλεκτικό box set. Εκτός από τις εξαιρετικά αποκατεστημένες κόπιες, το κάθε DVD περιλαμβάνει μια σειρά από θαυμάσια extras, ανάμεσα στα οποία και το ντοκιμαντέρ του Ρον Χόλογουεϊ «Ρaradjanov: Α Requiem», το οποίο χτίζει το πορτρέτο του σκηνοθέτη μέσα από μια εκτεταμένη και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Χωρίς ελληνικούς υπότιτλους.
Ο βίoς ενός δαιμoνικoύ αγίoυ
Γεννημένος στις 9 Ιανουαρίου του 1924 στην Τιφλίδα της τότε Σοβιετικής Ενωσης (πλέον της Γεωργίας), ο Σεργκέι Παρατζανιάν μεγαλώνει σε μια εύπορη οικογένεια Αρμενίων εμπόρων. Η ενασχόλησή του με τις τέχνες τον σπρώχνει να εγκαταλείψει τις σπουδές του ως μηχανικός αμαξοστοιχιών και να σπουδάσει τραγούδι και χορό και αργότερα, μετακομίζοντας στην Μόσχα, να εγγραφεί στην κρατική σχολή κινηματογράφου. Η προστατευμένη ζωή των παιδικών του χρόνων δεν μοιάζει να κρατά για πολύ, καθώς η τραγωδία κάνει την εμφάνιση της στη ζωή του. Σε ηλικία 21 ετών συλλαμβάνεται για πρώτη φορά στη Γεωργία με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και περνά αρκετούς μήνες στην φυλακή. Το 1948 ξεκινά να δουλεύει στο σινεμά αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια σκηνοθετώντας -γυρίζει την πρώτη του ταινία το 1952- ενώ την ίδια χρονιά η πρώτη του γυναίκα, μια νεαρή από τη φυλή των Τατάρων, δολοφονείται από τους συγγενείς της λίγους μήνες μετά τον γάμο τους και τη μεταστροφή της στον χριστιανισμό. Τέσσερα χρόνια αργότερα παντρεύεται ξανά με την Ουκρανή Σβετλάνα Σερμπάτιουκ με την οποία θα αποκτήσει έναν γιο, τον Σουρέν, πριν χωρίσουν το 1962. Δυο χρόνια αργότερα, το «Στη Σκιά Των Ξεχασμένων Προγόνων» θα αποκαλύψει το ταλέντο του και ταυτόχρονα θα τον κάνει ανεπιθύμητο στο ρώσικο κινηματογραφικό κατεστημένο. Οι επόμενες ταινίες του θα εντυπωσιάζουν με την ομορφιά τους, θα είναι όμως γεννημένες από στερήσεις και πόνο, γυρισμένες στα διαστήματα που θα περνούσε εκτός της φυλακής στην οποία βρέθηκε αρκετές φορές με κατηγορίες όπως η ομοφυλοφιλία ή το εμπόριο εικόνων.
Στην τέχνη του οι υψηλές στιγμές ήταν πάντα αξεδιάλυτα δεμένες με τον πόνο και την ταπείνωση, τη συνουσία του σκοταδιού με το φως. Και γι αυτό είναι μια τέχνη τόσο μοναδική και άξια ανακάλυψης. Και ταυτόχρονα τόσο βαθιά συνυφασμένη με την σκληρή, καταραμένη ζωή του.