Είναι πολλοί οι λόγοι που αφήνουν αταξινόμητο αυτό το παράξενο γουέστερν. Καταρχάς δεν είναι ακριβώς γουέστερν. Που σημαίνει ότι διαδραματίζεται μεν στην Αγρια Δύση, αλλά και χλευάζει πολλές από τις παραδοσιακές δομές του είδους.
Επίσης έχει ελάχιστη εξωτερική δράση, μεγάλη διάρκεια (δύο ώρες και σαράντα λεπτά) και πολύ αργό ρυθμό. Ακόμα και οι πραγματικοί ήρωές του (ή μάλλον οι αντιήρωές του) βρίσκονται σε μόνιμη αντιπαράθεση με την πραγματικότητα και διαπραγματεύονται εικόνες και σχήματα έξω από αυτήν. Και αυτό ακριβώς το σημείο (η σχέση με την πραγματικότητα) είναι και το κυρίαρχο του φιλμ. Ολα δηλαδή αρχίζουν με μια σειρά από πραγματικά γεγονότα και πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, τα οποία εκτρέπονται σε έναν χώρο μυθολογικό αναζητώντας τον τρόπο δημιουργίας, εξάπλωσης και κατανάλωσης των μύθων.
Τα δύο κεντρικά πρόσωπα της δράσης (ο Τζέσε Τζέιμς και ο Ρόμπερτ Φορντ) έχουν εμφανιστεί σε δεκάδες ταινίες, ενώ στην εποχή τους (γύρω στο 1880) ήταν ήδη ζωντανοί θρύλοι - πρόλαβαν την εν ζωή μυθοποίηση. Ετσι η ταινία ακολουθεί τη διαδρομή προς τη μυθοποίηση και τον τρόπο που την πέτυχαν.
Ο Τζέσε Τζέιμς (Πιτ) ήταν παράνομος, ληστής τραπεζών και τρένων, αλλά και λαϊκό είδωλο μιας Αμερικής που έβγαινε από τον Εμφύλιο και προσπαθούσε να βρει τους ήρωές της έξω από τα σύνορα της νομιμότητας. Ο Ρόμπερτ Φορντ (Αφλεκ) ήταν ο άνθρωπος που τον σκότωσε, αφού προηγουμένως τον είχε λατρέψει, είχε μεγαλώσει με λαϊκές φυλλάδες που εξυμνούσαν τα κατορθώματά του κι είχε γίνει μέλος της συμμορίας του. Ηταν η άλλη όψη της ίδιας χώρας η οποία πάλευε να νομιμοποιήσει το παράνομο παρελθόν της και να το ενσωματώσει σε μια κοινή μυθολογία. Ανοίγω παρένθεση για να υπογραμμίσω ότι η παραπάνω αποκάλυψη δεν θα πρέπει να θεωρηθεί spoiler διότι ο, εξαιρετικά περιγραφικός, τίτλος δηλώνει και την έκβαση της ιστορίας και τον δράστη του φόνου. Το ζητούμενο δεν είναι να μάθουμε αν ο Τζέσε Τζέιμς δολοφονήθηκε ούτε ποιος τον δολοφόνησε ούτε καν τον λόγο της δολοφονίας. Ζητούμενο είναι η διαδικασία προς την πράξη, η οποία ταυτίζεται με τη διαδικασία παραγωγής μύθων.
Δε θα ισχυριστώ, ωστόσο, ότι η ταινία είναι αριστούργημα - δυστυχώς το εξόχως δύσκολο και πυκνό θέμα της πέφτει κάπως βαρύ στις πλάτες του 40χρονου Νεοζηλανδού σκηνοθέτη ο οποίος στο ενεργητικό του έχει μόνο μία ακόμα ταινία («Chopper» του 2000). Το σίγουρο είναι πάντως ότι ανοίγει πολλά ερωτήματα, οι Πιτ και Αφλεκ είναι καταπληκτικοί στο ρόλο τους, η φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς εντυπωσιακή, ενώ η μουσική του Νικ Κέιβ και του Γουόρεν Ελις κλέβει την παράσταση και δίνει νόημα στον αργό, αλλά και μεθυστικό, ρυθμό της.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ