Το παγκόσμιο κύπελλο ράγκμπι του 1995 ήταν για τους Νοτιοαφρικανούς ότι ήταν για μας το Ευρωπαϊκό κύπελλο της Πορτογαλίας του 2004: ο αθλητισμός στην υπηρεσία της πολιτικής με σκοπό την εθνική ανάταση ενός απογοητευμένου λαού. Η ταινία του Κλιντ Ιστγουντ όμως δεν τα πάει καθόλου καλά ούτε με τον αθλητισμό ούτε με την πολιτική.
Είναι μεγάλος σκηνοθέτης ο Ίστγουντ, δε λέω. Κι οι τελευταίες ταινίες του («Γράμματα από το Ιβοζίμο» και «Grand Torino») είναι αριστουργήματα. Αφηγηματική δύναμη απίστευτη, σκηνοθεσία που ταιριάζει με το θέμα και ποτέ δεν το καπελώνει, ερμηνείες εκπληκτικές. Γνήσιο σινεμά μεγάλης πνοής. Τώρα όμως τα έκανε θάλασσα. Ο «Ανίκητος» δεν είναι παρά μια μετριότατη μελό αγιογραφία που δεν τιμά ούτε τον δημιουργό της ούτε όμως και τον αγιογραφούμενο Νέλσον Μαντέλα.
Νότιος Αφρική 1995. Ο Μαντέλα (Μαντίμπα, πατέρα του έθνους δηλαδή, τον αποκαλούν) μόλις έχει εκλεγεί στην Προεδρία της χώρας, μετά από 27 χρόνια στις φυλακές του απαρτχάιντ. Εκείνη τη χρονιά η Νότια Αφρική θα φιλοξενούσε το παγκόσμιο κύπελλο ράγκμπι. Η εθνική της ομάδα όμως, που αποτελούνταν από λευκούς, ήταν ένα από τα πιο μισητά σύμβολα της καταπίεσης των μαύρων. Τόσο που οι μαύροι υποστήριζαν ομάδες άλλων χωρών μόνο και μόνο για να δουν τους springboks (γαζέλες θα τους λέγαμε στα ελληνικά) να ρεζιλεύονται.
Ο Μαντέλα βέβαια, ο οποίος εκτός από αγωνιστής είναι και μεγάλος πολιτικός και διπλωμάτης, κατάλαβε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την μισητή ομάδα σαν όχημα για να εξαλείψει τους φόβους των λευκών. Μην ξεχνάμε ότι ακόμη και σήμερα οι λευκοί ελέγχουν τον πλούτο της χώρας. Ήθελε όμως να φέρει και τους μαύρους κοντά στους λευκούς και να σπάσει το δικαιολογημένο τους μίσος.
Σε μια χώρα που προσπαθούσε να ξαναγεννηθεί το μίσος θα οδηγούσε σε διχασμό- αν οι λευκοί έπαιρναν τις επιχειρήσεις τους κι έφευγαν από τη χώρα, η οικονομία θα κατέρρεε. Με το σύνθημα λοιπόν «μια ομάδα μια πατρίδα» ο Μαντέλα πόνταρε στο παγκόσμιο κύπελλο ράγκμπι και στον αρχηγό της ομάδα Φρανσουά Πιενάρ, για να ενώσει τη χώρα και να δείξει ότι δεν είναι μόνο ο ηγέτης του αντι-απαρτχάιντ, αλλά κυρίως ο διαφυλετικός ηγέτης μιας ολόκληρης χώρας.
Αυτά έγιναν στην πραγματικότητα. Τι βλέπουμε στην ταινία; Μια μελό αγιογραφία, όπου η πολιτική απλώς υπονοείται και τα πάντα εκλαϊκεύονται και υπεραπλουστεύονται: οι καλοί είναι εξόχως καλοί και οι κακοί γίνονται αμέσως καλοί μόνο με το θεϊκό άγγιγμα του Μαντίμπα. Σχηματικά επεισόδια με χαρακτήρες που ένα «φου» να τους κάνεις θα πέσουν, μουσική που συνεχώς υπογραμμίζει «να εδώ πρέπει να κλάψεις» και γενικά ένα κλίμα που καθόλου δεν ταιριάζει στην μαγκιά του επιθεωρητή Κάλαχαν.
Ο Μόργκαν Φρίμαν πάντως και ο Ματ Ντέιμον είναι ικανοποιητικότατοι στους ρόλους του Μαντέλα και του Πιενάρ αντίστοιχα.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ