Ήταν μια από τις ανεξάρτητες εκπλήξεις της περσινής χρονιάς. Τρεις υποψηφιότητες στα Independent Spirit Awards, βραβείο της FIPRESCI στο φεστιβάλ του Λονδίνου, βραβείο κοινού και ανδρικής ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι όλα αυτά με ελάχιστο μπάτζετ, με σχεδόν ερασιτέχνες ηθοποιούς, με γύρισμα που προδίδει οικονομική ένδεια και αναγκαστική εφευρετικότητα.
Η ιστορία περιορίζεται στην αγωνία ενός Πακιστανού μετανάστη να σπρώχνει την άθλια καντίνα του στους δρόμους του Μανχάταν, να την τοποθετεί κάπου και να πουλά καφέδες και ντόνατς. Αυτό το τεράστιο καρότσι (φορτίο απόγνωσης και καταπιεσμένης ελπίδας) είναι η ζωή που κέρδισε αφήνοντας πίσω του, στο Πακιστάν, μια αμφίβολη καριέρα τραγουδιστή της ροκ. Κάθε μέρα κάνει την ίδια διαδρομή, την ίδια βασανιστική ρουτίνα, σπρώχνοντας τον εξευτελισμό του κι αναζητώντας στωικά μια ιδιότυπη αξιοπρέπεια. Μια νεαρή Ισπανίδα που πουλά εφημερίδες στο διπλανό κιόσκι κι ένας πλούσιος Πακιστανός που αναγνώρισε ότι κάποτε ήταν ροκ σταρ, αποτελούν το, εκτός καντίνας, σύμπαν του. Το οποίο βέβαια δεν είναι καθόλου αληθινό.
Τα υλικά με τα οποία φτιάχτηκε η ταινία είναι ορατά και απλά: λιτή, κι όμως γεμάτη ενέργεια και πάθος, ερμηνεία που δεν ξεφεύγει ποτέ από το ουσιώδες, γρήγορες κλεφτές κινήσεις της κάμερα, χώροι φυσικοί που δεν αποκαλύπτουν παρά τις πραγματικές τους διαστάσεις. Ένας άνθρωπος αντιμέτωπος με τη μοίρα που ο ίδιος επέλεξε, ένα όνειρο, μια άβυσσος συναισθημάτων. Μια ταινία που σε ακινητοποιεί και τη θυμάσαι για πολύ καιρό.
Ορέστης Ανδρεαδάκης