Εκτιμώ ιδιαιτέρως στον Νίκο Περάκη το πως με κάθε νέα του δουλειά δεν αγωνίζεται να αποδείξει τίποτα. Δεν επιχειρεί να προβεί σε κάποια βαρυσήμαντη δήλωση. Δεν κυνηγά τη μεγάλη ταινία. Γυρίζει μόνο αυτά ακριβώς τα φιλμ που έχει στο μυαλό του και τα οποία γίνονται πραγματικότητα κάθε φορά που νιώθει την ανάγκη να τα μοιραστεί με τους γύρω του. Το σινεμά του διατηρεί με αυτό τον τρόπο κάτι το ανεπιτήδευτο, το φιλικό και το πολύ άμεσο. Κατέχει επίσης έναν αξιοζήλευτο ψυχαγωγικό χαρακτήρα, απλούστατα επειδή φροντίζει να υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό του πως δεν προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση αλλά απευθύνεται σε ένα κοινό.
Κάπως έτσι αισθάνθηκα βλέποντας την «Ψυχραιμία». Δυο χρόνια μετά το εισπρακτικό φαινόμενο των «Σειρήνων Στο Αιγαίο», ο Περάκης επιδιώκει μια μικρή αλλά αισθητή αλλαγή πλεύσης, μακριά από σαφείς κωμικές φόρμουλες και ασφαλείς εμπορικά συνταγές. Η καινούργια του ταινία αποτελεί μια σαφώς πιο ήρεμη και προσγειωμένη δημιουργία. Οι αφηγηματικοί ρυθμοί δεν βρίσκονται διαρκώς στη διαπασών, ο κίνδυνος σεναριακής υπερφόρτωσης που ελλοχεύει σε άλλα φιλμ του σκηνοθέτη εδώ έχει παραχωρήσει τη θέση του σε πιο δουλεμένες σελίδες, ενώ πίσω από την πληθωρικότητα των χαρακτήρων και των καταστάσεων αναγνωρίζεις ξανά τον ίδιο οξυδερκή άνθρωπο με το ίδιο σκωπτικό χιούμορ.
Μελαγχολική στην καρδιά αλλά με έναν κρυμμένο άσσο αισιοδοξίας στο μανίκι της, η «Ψυχραιμία» δεν είναι μόνο μια έκφραση απαξίωσης του Περάκη απέναντι στις ασυδοσίες της γενιάς του αλλά και μια δήλωση εμπιστοσύνης στους νεαρούς απογόνους της. Εκείνους που παρά τις προδιαγραφές ζωής που τους έχουν επιβληθεί από πριν, θα βρουν τελικά τον δρόμο τους. Ο σκηνοθέτης πιστεύει στις ίδιες αξίες που ενστερνίζονται κι εκείνοι. Στη σημασία της παρέας, της ομάδας, της αλληλοκατανόησης που μπορεί να συνδέει τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους. Σε αυτές τις αξίες αφιερώνει, εν τέλει, την ταινία του. Προικίζοντάς τις στην πορεία με αυτό που ανέκαθεν θεωρούσα ότι αποτελεί την πεμπτουσία του κινηματογράφου που υπηρετεί: μερικούς από τους πιο ζωντανούς διάλογους του εγχώριου σινεμά.
Λουκάς Κατσίκας