Ένδοξα φαντάσματα από το παρελθόν αναβίωσαν προς στιγμήν στην τελετή έναρξης του 48ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όταν δεκάδες προκηρύξεις προσγειώθηκαν στα ανύποπτα καλοχτενισμένα κεφάλια των επίσημων καλεσμένων, με σημείο προέλευσης τον εξώστη του Ολύμπιον.
Αν και ο επαναστατικός προκάτοχός του στεγαζόταν στην Αίθουσα Μακεδονικών Σπουδών, προσφέροντας καταφύγιο σε δυο ολόκληρες γενιές κινηματογραφικών αντιρρησιών συνείδησης, από τις αρχές του ‘70 μέχρι τα τέλη του ’80, φαίνεται ότι τα σκοτεινά υψίπεδα των αιθουσών ακόμα εμπνέουν ακτιβισμό.
Ομάδα πρώην εργαζομένων του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έχασαν τη δουλειά τους στις συμβασιουχικές διαταραχές Μαρτίου/Απρίλιου, καταφέρθηκαν εναντίον της διευθύντριας του Φεστιβάλ, κ. Μουζάκη, προτείνοντάς της να εξασφαλίσει νέα απασχόληση, της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων του Υπουργείου Πολιτισμού, κ. Αργυρού, ενθαρρύνοντάς μια πρόωρη σύνταξη, αλλά και όσων εργαζομένων επανήλθαν στα παλιά τους φεστιβαλικά λημέρια με συνεργασίες μέσω τρίτων εταιρειών.
Τα νοσταλγικά φαντάσματα του φεστιβάλ εξαϋλώθηκαν γρήγορα, όταν το εγχείρημά τους απέτυχε να προκαλέσει την αναμενόμενη αίσθηση, σε αντίθεση με τους αόρατους σινεμάχους του παρελθόντος, που για 20 ολόκληρα χρόνια ταυτίστηκαν με το καταφύγιό τους και τρομοκρατούσαν το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, υπό τη συλλογική ονομασία Εξώστης Β΄.
Εξώστης: το επάνω από την πλατεία τμήμα της αίθουσας θεάτρου Η κινηματογράφου
Ηδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 60 ο Ελληνικός Κινηματογράφος είχε αρχίσει να παρουσιάζει έντονα συμπτώματα διχασμένης προσωπικότητας. Το λεγόμενο εμπορικό σινεμά είχε αρχίσει πια να υποχωρεί στην τρομακτική θέα των νέων Ελλήνων δημιουργών που κούρσευαν με πάθος τη μεγάλη οθόνη (Κούνδουρος, Κακογιάννης, Κανελόπουλος, Δαμιανός, Βούλγαρης κ.τλ.), μέχρι που έφτασε πισωπατώντας στη μεγάλη διχάλα του 66. Το ετήσιο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εμπιστεύεται τη μεγάλη απόφαση σε μια από τις πιο φωτισμένες κριτικές επιτροπές που είδε ποτέ η διοργάνωση: Οι Χατζηδάκης, Τσαρούχης, Λαμπέτη, Παπαγιανόπουλος & ΣΙΑ αποφάνθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα ότι ο παλιός «καλός» ελληνικός κινηματογράφος ήταν πλέον νεκρός, παραδίδοντας τα σκήπτρα σ' ένα νέο και ωραίο καθεστώς, που ξεκίνησε με τους «Ξεχασμένους Ηρωες» του Νίκου Γαρδέλη.
Ή μάλλον θα ξεκινούσε, αν δεν ερχόταν η δικτατορία να παγώσει το χαμόγελο στα χείλη όσων τόλμησαν να αυθαδιάσουν μπροστά στο κατεστημένο, κινηματογραφικό και μη. Ο προνοητικός παραγωγός του νικητήριου πολεμικού έπους, Τζέιμς Πάρις, είχε ήδη προλάβει να κάνει το γύρω του Λευκού Πύργου σε πολυτελές κάμπριο παρέα με τους πρωταγωνιστές του, με τη διακριτική συνοδεία μισθωμένου τανκ. Μήπως ήξερε παραπάνω από όσα ήθελε να παραδεχτεί;
Σύντομα ο πληθωρικός παραγωγός ταυτίστηκε πλήρως με το νέο καθεστώς, εκτελώντας κινηματογραφικά χρέη σε ψυχροπολεμικές ταινίες, μέχρι που το 73 κατηγορήθηκε ανοιχτά ότι «τα παίρνει από τη Χούντα» και έπεσε, κυριολεκτικά, λιπόθυμος. Κάπου εκεί, οι νέοι Ελληνες δημιουργοί αποφασίζουν να ξαναμπουν στο παιχνίδι αποφασισμένοι να εκτονωθούν, πολιτικοποιώντας τον κινηματογραφικό τους λόγο, κάτι που έμελε να γίνει το φυσικό λίπασμα που ευνόησε την εμφάνιση ΕΞΩΣΤΙΚΩΝ στοιχείων στα υψίπεδα της αίθουσας Μακεδονικών Σπουδών.
Η συνέχεια των "Εξω(σ)τικών Φαντασμάτων στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ!