Στον εργασιομανή ζήλο του οφείλει πιθανόν ο Γούντι Αλεν τις χειρότερες στιγμές της καριέρας του. Αυτή η αδιάκοπη μανία του 72χρονου πλέον σκηνοθέτη να μεταπηδά από το ένα σενάριο στο άλλο και να παραδίδει οπωσδήποτε μια ταινία ετησίως είναι λογικό να μεταφράζει ενίοτε την κόπωσή του σε φιλμ. Μετά από μακροχρόνια δημιουργική εξασθένιση που ξεκίνησε για να είμαστε ειλικρινείς από το 1997, λίγο μετά το «Διαλύοντας Τον Χάρι», ο Αλεν κατάφερε μόλις πρόπερσι με το «Μatch Ρoint» να κερδίσει πίσω κάτι από τον σεβασμό που είχε χάσει. Πλησιέστερα στο πνεύμα εκείνης της ταινίας, που αποτελούσε την καλύτερη της πρόσφατης διαδρομής του, προσπάθησε ο Αλεν να τοποθετήσει φέτος την άτυχη αυτή «Κασσάνδρα».
Γυρισμένη και πάλι στο Λονδίνο, η ταινία φυλάει εξίσου μέσα της μια παραβολή πάνω στα επικίνδυνα άκρα που μπορεί να αγγίξει η ανθρώπινη ματαιοδοξία. Μόνο που η ιστορία εγκλήματος και τιμωρίας που διηγείται δεν μοιάζει απλώς δανεική από αμέτρητες άλλες λογοτεχνικές και κινηματογραφικές πηγές, αλλά και αφήνει πικρή την επίγευση ενός μισομαγειρεμένου φαγητού. Υπήρχαν τα συστατικά και η συνταγή, η εκτέλεση ωστόσο απεδείχθη βιαστική. Πολλά είναι τα προβλήματα της ταινίας. Αδέξιοι διάλογοι, αμήχανες ερμηνείες, σεναριακές τροπές που δεν πείθουν λεπτό για τον ρεαλισμό τους είναι μερικά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ίσως, να βρίσκεται εντούτοις στον ίδιο τον σκηνοθέτη και την επιπολαιότητα με την οποία μεταχειρίζεται το υλικό του.
Ο Αλεν κινηματογραφεί καταρχάς αντικρίζοντας τους χαρακτήρες εξ αποστάσεως, σαν να ενδιαφέρεται μόνο για τις εκμεταλλεύσιμες παραμέτρους του δράματός τους. Ποτέ για τους ίδιους. Η τραγωδία που σκαρφίζεται γι αυτούς οδηγείται μηχανικά στο φινάλε, δείχνοντας αποκομμένη συναισθηματικά. Μια γενικότερη ατσαλοσύνη στον τόνο δίνει από την άλλη την εντύπωση ότι η ταινία αποτελεί μαύρη κωμωδία. Πολύ θα το ήθελα κάτι τέτοιο, γιατί έτσι θα μπορούσα να δικαιολογήσω πολλές αδυναμίες της. Κάτι όμως μου λέει ότι ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν είχε διόλου αυτή την πρόθεση, όταν τη γύριζε. Οχι ότι θα κάνει τον κόπο να δώσει εξηγήσεις, μια και βρίσκεται ήδη στα τελειώματα της επόμενης ταινίας του. Το «Ονειρο Της Κασσάνδρας» υπήρξε ένας ακόμη σταθμός σε ένα τρένο καριέρας που δεν σταματά ποτέ. Εστω κι αν έχει αμφίβολη πλέον κατεύθυνση.
Λουκάς Κατσίκας