Για τρία πράγματα σιγουρεύεται κανείς βλέποντας την καινούρια σκηνοθετική δουλειά του Ρέντφορντ μετά από επταετή αποχή. Πρώτο ότι, παρά τα εξήντα οχτώ του χρόνια, ο ηθοποιός παραμένει στις πεποιθήσεις του ένας φιλελεύθερος ιδεαλιστής. Δεύτερο, ότι φροντίζει να καταστήσει παραπάνω από σαφή την δυσαρέσκειά του όσον αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της χώρας του στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τρίτο και σημαντικότερο: ότι μιλά ακατάπαυστα, δίχως να γνωρίζει πότε ακριβώς πρέπει να σωπάσει.
Στην λιγότερο από μιάμιση ώρα που διαρκεί η ταινία- και που πρέπει να ομολογήσω ότι δεν κυλά διόλου αβασάνιστα- ο Ρέντφορντ μεταφράζει κινηματογραφικά το ακριβές αντίστοιχο ενός μακροσκελούς debate πάνω σε ζητήματα ατομικής και συλλογικής ηθικής με φόντο μια Αμερική της μετατρομοκρατικής εποχής και των ολέθριων κυβερνητικών χειρισμών. Το πρόβλημα; Κανείς από τους εμπλεκόμενους στην εκτενή συζήτηση δεν έχει κάτι καινούριο ή κάτι ριζοσπαστικό να πει. Μια αίσθηση επανάληψης και υπερκορεσμού πέφτει βαριά επάνω στα λεγόμενά τους. Με κεντρικό άξονα το ζήτημα της ευθύνης που φέρουν η πολιτική, η εκπαίδευση και ο Τύπος απέναντι στα όσα συμβαίνουν στον σημερινό κόσμο, το φιλμ εμπιστεύεται την φορτωμένη ατζέντα του σε μια χούφτα χαρακτήρες που την εκφωνούν, σαν να ξεστομίζουν τα διαλογικά τους μέρη για λογαριασμό κάποιας παράστασης σε συνοικιακό θέατρο. Πέρα από την στατικότητα της σκηνοθεσίας που αφήνει ελάχιστες αφηγηματικές ανάσες στο φιλμ, το μεγαλύτερο λάθος που διαπράττει ο Ρέντφορντ είναι το πόσο εύκολα αφήνεται να παρασυρθεί από μια μονοδιάστατη δημαγωγία και μια διάθεση ρητορείας, δίχως να μελετήσει στιγμή πόσο ελάχιστο κινηματογραφικό ενδιαφέρον μπορεί να επιφυλάσσει κάτι τέτοιο.
Δίνοντας την εντύπωση ότι έχουν αντλήσει τα αιχμηρά ζητήματα που επικαλούνται από τίτλους και άρθρα εφημερίδων, οι «Λέοντες» μοιάζουν λιγότερο με κανονική ταινία και περισσότερο με διάλεξη. Το γεγονός ότι οι βασικοί ομιλητές της είναι γνώριμοι, προσφιλείς ηθοποιοί δεν απαλύνει καθόλου το βάρος της φλυαρίας που συνθλίβει τις ευγενείς προθέσεις και το πάθος του σκηνοθέτη.
Λουκάς Κατσίκας