Η μετα-τραυματική αφήγηση είναι ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούνται ευρέως, για να ξεπεράσει ένας άνθρωπος, παρελθοντικές αρνητικές καταστάσεις που στιγματίζουν τον πνευματικό του κόσμο. Ο Κιμ Κι Ντουκ χρησιμοποιεί αυτήν την μέθοδο στο συγκεκριμένο φιλμ, θέλοντας να βοηθήσει τον συλλογικό ψυχισμό της χώρας του, αποκαλύπτοντας τις ανοικτές πληγές του.
Η ταινία «ζουμάρει» στις ιστορίες τριών οικογενειών που ζουν στην ασιατική χώρα, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Ο Κιμ Κι Ντουκ χρησιμοποιεί μια σκληρή και αδυσώπητη κινηματογραφική γλώσσα με μοναδικό σκοπό, την αποκάλυψη μιας τραγικής περιόδου για το λαό της Νότιας Κορέας. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί άρτιους σεναριακά χαρακτήρες, οι οποίοι εμπερικλείουν όλο το φάσμα των άγριων ενστίκτων, που προέκυψαν τόσο από τον εμφύλιο πόλεμο, όσο και από την αμερικάνικη κατοχή. Παρόλα αυτά, ο Ντουκ δεν ακολουθεί τα χιλιοπερπατημένα μονοπάτια του εύκολου διδακτισμού και της ρηξικέλευθης καταγγελίας. Αντίθετα, δημιουργεί μια «δυνατή» αφήγηση, που εστιάζει αρχικά στην υποτέλεια του ίδιου του νοτιοκορεάτικου λαού και οδηγείται αριστοτεχνικά στα δεινά της αμερικάνικης κατοχής και της φτώχιας που επήλθε στη χώρα, μετά το τέλος του εμφυλίου. Οι αλληγορίες που εμφανίζονται στο φιλμ, απεικονίζουν με τον καλύτερο τρόπο, τα αποτελέσματα της άσκησης μιας παράλογης εξουσίας.
Αν και κινηματογραφικά ο Κιμ Κι Ντουκ δεν φτάνει το επίπεδο της προηγούμενης του ταινίας («Το Νησί») είναι ξεκάθαρο ότι ο «Άγνωστος Παραλήπτης» αποτελεί το βίαιο πέρασμα του σκηνοθέτη στην πλέον ώριμη περίοδο του ( «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας... Και Πάλι Άνοιξη», «Το Κορίτσι Με Το Αγγελικό Πρόσωπο», «Ολομόναχοι Μαζί»). Ίσως το σοκ που προκαλεί ένας ανεπιτήδευτος ρεαλισμός, να είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξορκίσεις την συλλογική μνήμη ενός λαού από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ίσως...
ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΤΙΟΧΟΣ