Τhe History Boys

22.06.2007
Mια υπερ-επιτυχημένη και πολυβραβευμένη (με έξι Τόνι, μεταξύ άλλων) θεατρική παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου μετατρέπεται σε μια (σχεδόν) επιτυχημένη ταινία

2006, Περιοχής 2, WIDESCREEN (1.85:1), 20th Century Fox Home Entertainment / Odeon

Mια υπερ-επιτυχημένη και πολυβραβευμένη (με έξι Τόνι, μεταξύ άλλων) θεατρική παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου μετατρέπεται σε μια (σχεδόν) επιτυχημένη ταινία. Ακόμη κι αν αγνοεί ωστόσο κανείς τη θεατρική μορφή του «Ηistory Βoys», δεν χρειάζεται πάνω από μερικά λεπτά για να υποψιαστεί τη θεατρική του προέλευση.

Εκτυλισσόμενη με ελάχιστες εξαιρέσεις στους χώρους ενός σχολείου, εν έτει 1983, η ταινία παρακολουθεί τις εντατικές προετοιμασίες των οκτώ πιο χαρισματικών μαθητών του για το τελικό τεστ που θα κρίνει την είσοδό τους στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης. Καθώς όμως ο διακαής πόθος του στενόμυαλου διευθυντή για πρωτιές δεν ικανοποιείται από το υπάρχον προσωπικό, επιστρατεύει έναν νεαρότερο καθηγητή με περγαμηνές για το τελικό ραφινάρισμα των υποψηφίων. Ωστόσο, η σταθερά προσανατολισμένη προς τις εξετάσεις τακτική του νεοφερμένου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές του μεγαλύτερου σε ηλικία Εκτορ, του ολοστρόγγυλου και αγαπημένου των παιδιών καθηγήτη «Γενικών Σπουδών»: ανάμεσα στον Χάρντι και τον Κιτς τούς διδάσκει γαλλικά τραγούδια και σκηνές από τη «Σύντομη Συνάντηση» και το «Νow, Voyager». Ο,τι ακολουθεί είναι μια διακριτικά συγκινητική, αστεία, πνευματώδης και αλάνθαστα βρετανική εκδοχή του «Κύκλου Των Χαμένων Ποιητών», όπου μαθητές και καθηγητές ανταλλάσσουν με ρυθμό πολυβόλου ευφυολογήματα, αποφθέγματα και λογοτεχνικά τσιτάτα.

Το ζήτημα που τίθεται στην καρδιά του «Ηistory Βoys», μέσα από την κλασική αντιπαράθεση του ορθολογιστή χαρακτήρα και του αθεράπευτα ρομαντικού ανταγωνιστή του (ασχέτως του αν οι ηλικίες είναι εδώ αντίστροφες από ό,τι θα περίμενε κανείς), είναι ουσιαστικά παιδαγωγικού χαρακτήρα. Τι θα έπρεπε ιδανικά να έχει προτεραιότητα, η μεγάλη επιτυχία για την οποία οι μαθητές μοχθούν ή μια πλήρης αντίληψη του κόσμου μας με όλες τις άχρηστες αλλά γοητευτικές λεπτομέρειές του; Επιμένοντας εμμονοληπτικά στο θέμα αυτό, ο συγγραφέας του θεατρικού, αλλά και σεναριογράφος της ταινίας Αλαν Μπένετ και ο σκηνοθέτης Νίκολας Χάιτνερ χάνουν την ευκαιρία να εμφυσήσουν αληθινή ζωή στο δημιούργημα τους - έστω εμπλουτίζοντας το με τις εφηβικές ανασφάλειες και ανησυχίες που οι νεαροί ήρωες θα έπρεπε να έχουν. Πέρα από το φλερτ του «νάρκισσου» της παρέας με τη γραμματέα του διευθυντή και τη σεξουαλική σύγχυση του «ευαίσθητου», η προσωπική τους ζωή παραμένει παντελώς αφανής, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι ακόμη πιο σχηματικοί. Ταυτόχρονα, μονάχα σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν θα μπορούσαν μερικοί δεκαεπτάχρονοι να είναι τόσο cool με τα -έστω και ακίνδυνα- χουφτώματα του καθηγητή Εκτορ, σε τόσο γόνιμη αντιπαράθεση με τους εκπαιδευτές τους, ετοιμόλογοι, καλλιεργημένοι και τρομακτικά φιλομαθείς. Είναι εμφανές ότι ο ρεαλισμός δεν ήταν ανάμεσα στους βασικούς στόχους των δημιουργών. Γιαυτό και φαλτσάρουν επικίνδυνα, παρουσιάζοντας έναν εκ των πρωταγωνιστών να απαγγέλλει ποιήματα από μνήμης και να διαπραγματεύεται ευαίσθητα πολιτικά ζητήματα, αλλά την ίδια στιγμή να αγνοεί τη σωστή προφορά του ονόματος του Νίτσε.

Ολα αυτά, όμως, είναι δεύτερες σκέψεις, που οι σπιρτόζικοι διάλογοι και οι ακριβείς ερμηνείες σε αφήνουν να σχηματίσεις μονάχα μετά τους τίτλους τέλους. Ειδικά ο χειμαρρώδης Ρίτσαρντ Γκρίφιθς στο ρόλο του δυσκίνητου αλλά ασυγκράτητου Εκτορ, και η καθηγήτρια ιστορίας της Φράνσις ντε λα Τουρ, μοναδικής γυναίκας στο καστ, θα μπορούσαν κάλλιστα να τιμηθούν με οσκαρικές υποψηφιότητες, αν η ταινία τους πριμοδοτούσε με ανάλογη φόρα. Παρά την προηγούμενη κινηματογραφική εμπειρία τους, που γέννησε μέσα από μια ανάλογη διαδικασία την «Τρέλα Του Γεωργίου του 3ου», οι Χάιτνερ και Μπένετ πέφτουν θύματα της προσπάθειάς τούς να μεταφέρουν αυτούσιο στο σελιλόιντ τον θρίαμβο της θεατρικής τους επιτυχίας ξεχνώντας, στο μεταξύ, ότι γυρίζουν ένα φιλμ, ο πρώτος, απών ως σκηνοθέτης, καταλήγει απλώς να υπηρετεί τον λόγο του δεύτερου. Το αποτέλεσμα είναι ένα υπέρ του δέοντος σοφιστικέ, έξυπνο και αναμφίβολα διασκεδαστικό έργο, παραμένει όμως μέχρι τέλους θεατρικό. Δεν μπορεί να μην σκεφτεί κανείς ότι δημιουργήθηκε από την ίδια κεκτημένη ταχύτητα που επιβάλλει την κινηματογραφική μεταφορά ενός επιτυχημένου κόμικ ή το αμερικάνικο ριμέικ μιας κερδοφόρας, ιαπωνικής ταινίας τρόμου. Τηρουμένων των (εμπορικών) αναλογιών φυσικά.

DVD EXTRAS Commentary από τον Νίκολας Χάιτνερ και τον Αλαν Μπένετ, ένα βίντεο-ημερολόγιο με την παγκόσμια περιοδεία του έργου και ένα making of για τη μεταφορά του από το σανίδι στη μεγάλη οθόνη.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ