Στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένας Ιταλός, θεωρώντας ότι έχει την ευλογία της Παναγίας, αποφασίζει να μεταναστεύσει από τη Σικελία στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Στη διάρκεια του δύσκολου ταξιδιού, θα γνωρίσει μια νεαρή Αγγλίδα, την οποία και θα ερωτευτεί
Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο ταλαντούχος Ιταλός σκηνοθέτης του «Respiro» υπογράφει μια ιστορία που μιλάει στην καρδιά του: δεν εξηγείται αλλιώς η τρυφερότητα με την οποία ενδύει και προστατεύει τους ήρωές του σε μια μάλλον τετριμμένη ιστορία μετανάστευσης η αισθαντικότητα της σκηνοθεσίας του, που δίνει μια σχεδόν μυθική άχλη στην παλιά πατρίδα (την Σικελία του 1909), κάνοντας την ίδια τη γη να ανασαίνει σαν τους ήρωές της - σαν κάτι ζωντανό, έστω κι αν αυτή (ίσως η πιο ενδιαφέρουσα) η διάσταση της ταινίας προσπερνιέται άδοξα στη συνέχεια της πλοκής η αυτοπεποίθηση κι η φυσικότητα με την οποία δικαιώνει το ρόλο του ο μόνιμος πρωταγωνιστής του Αμάτο - ταιριαστός επικεφαλής ερμηνειών που (με την εξαίρεση της διακριτικής επιτήδευσης της Βορειοευρωπαίας Σαρλότ Γκενσμπούργκ) χαρακτηρίζονται από μια αξιοθαύμαστα αβίαστη αίσθηση φυσικότητας.
Ολα τα παραπάνω αποκαλύπτουν τα καλά και τα κακά των «Χαμένων Ονείρων», τα όρια και τους περιορισμούς τους. Στη σύγκριση των μικρών αστοχιών και των ζυγισμένα συναισθηματικών επιτυχιών τους, όμως, είναι οι δεύτερες που τελικά κερδίζουν το παιχνίδι. Αγγίγματα φαντασίας που ζωντανεύουν τα αθώα όνειρα του ήρωα για το νέο κόσμο και τη νέα του ζωή χαρίζουν μια αξιαγάπητη αθωότητα στην ταινία, η οποία σε βοηθάει να ξεπεράσεις κάποιους σεναριακούς συμβιβασμούς που στερούν πόντους από το καθαρό δυναμικό της. Οπως ξεπερνάς και την κάπως άνευρη κριτική ματιά στα συμβάντα που περιμένουν τους μετανάστες στο κατώφλι της «νέας πατρίδας» ή τις μάλλον συμβατικές τραγουδιστικές συνοδείες σημείων - κλειδιά της πλοκής. Ισως επειδή ο Κριαλέζε νιώθει ήδη πολίτης του κόσμου (και οι τρεις ταινίες του είναι διεθνικές συμπαραγωγές), το αποτέλεσμα να είναι μια δουλειά που αναπνέει χάρη στο σκηνοθετικό ταλέντο του, μα σε αφήνει με την αίσθηση ότι σταματάει ένα βήμα πριν από εκεί όπου άξιζε να φτάσει. Ταυτόχρονα, όμως, καταφέρνει στις μάλλον σεμνές δύο ώρες της να εξελιχθεί στην ταινία που οι δικές μας «Νύφες» (ένα έντονα συγγενικό θεματικά φιλμ) ποτέ δεν μπόρεσαν να γίνουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ
ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΙΑ, ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗ ΑΙΣΘΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΤΑ «ΧΑΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ» ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ «ΝΥΦΕΣ» ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑΝ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ.