Υπάρχει κάτι το αρχετυπικό στο θάνατο ενός ροκ σταρ. Υπάρχει ένας συσσωρευμένος θρύλος ναρκωτικών, παρακμής, καταραμένης έμπνευσης, σεξ και μουσικής, τον οποίο ηδονοβλεπτικά παρακολουθούμε, αφελώς γενικεύουμε και μαζικά μυθοποιούμε. Ο θάνατος του Κέρτ Κομπέιν εμπίπτει στην κατηγορία του ιδανικού rock n roll suicide. Οι Τελευταίες Μέρες του Γκας Βαν Σαντ καθόλου.
Τυπικά, βέβαια, η ταινία αφορά μόνο στο θάνατο ενός ροκ σταρ, καθώς ο σκηνοθέτης φροντίζει να βεβαιώσει τους θεατές του πως ό,τι παρακολουθούν δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για τον frontman των Νιρβάνα. Ο Μπλέικ, περνάει τις έσχατες ώρες μέσα στη μαστούρα σε μια εξοχική έπαυλη, μαζί με τα άλλα μέλη της μπάντας. Εδώ σταματάνε οι μύθοι και τα αρχέτυπα και ξεκινάνε οι τελευταίες μέρες ενός ανθρώπου ο οποίος κυλάει αργά προς το θάνατο. Οι χαρακτήρες στην ταινία του Βαν Σαντ δεν υπάρχουν. Θυμίζουν περισσότερο φαντάσματα, ανθρώπινα δοχεία σε μια κενή περιοχή μεταξύ ζωής και θανάτου. Η πλοκή δεν αποτελείται παρά από μια διαδοχή γεγονότων, ασήμαντων και αργόσυρτων και ο χρόνος ευθυγραμμίζεται μόνο για να επιστρέψει τελικά και πάλι πίσω,σαν κολλημένος δίσκος. Ακόμα και η μουσική σβήνει για να αφήσει πίσω της απολειφάδια, ηχητικά ξεσπάσματα σαν ανάσες ενός ανθρώπου που πνίγεται.
Οι Τελευταίες Μέρες είναι ο απόλυτος θάνατος του rock n roll. Δεν εντάσσεται στην παράδοση των μουσικών ταινιών ούτε ασφαλώς απευθύνεται στους φαν των Νιρβάνα, αλλά συνθέτει, με το Gerry και τον Ελέφαντα, το αριστοτεχνικό κλείσιμο μιας τριλογίας για την ανθρώπινη απομόνωση, ένα κρυστάλλινο δείγμα σκηνοθετικού μινιμαλισμού κι ένα σιωπηλό θρήνο σε οτιδήποτε γεννιέται για να χαθεί. «Ιts a long way from death to birth» δεν τραγουδάει εξάλλου και ο Μπλέικ στην ταινία;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΟΒΡΑΚΗΣ