Τρωκτικά από τη Σκανδιναβία, υστερικές μεσήλικες γυναίκες και φαντάσματα καταδιώκουν τη ζωή ενός νέου ζευγαριού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ντομινίκ Μολ είναι θαυμαστής του Χίτσκοκ. Τα κάδρα του εστιάζονται σε όσα δεν φαίνονται, ο ήχος είναι σύμμαχος της υποβλητικής φωτογραφίας και οι ήρωές του είναι το ίδιο χαμένοι όσο εμείς μέσα σε ένα κινηματογραφικό ξύπνημα στον εφιάλτη. Τα πάντα όμως (ή σχεδόν τα πάντα...) εξηγούνται με τη λογική. Οπως για παράδειγμα το πώς μπορεί να βρεθεί ένα τρωκτικό από τη Σκανδιναβία (το είδος Λέμινγκ) στη Νότιο Γαλλία - παγιδευμένο στην αποχέτευση του σπιτιού ενός νέου ζευγαριού. Μέχρι να φτάσουμε όμως στην επεξήγηση του αρχικού ευρήματος, έχει προηγηθεί μία πορεία στο μεταφυσικό και το παράλογο.
Το νιόπαντρο ζευγάρι έχει να αντιμετωπίσει το άγνωστο: θα αγαπιόμαστε ακόμα όταν γεράσουμε, θα με απατήσει εκείνος, θα μεταμορφωθεί σε υστερική σκύλα εκείνη, θα είμαστε μαζί για πάντα; Τη νύχτα που ανακαλύπτουν το τρωκτικό, δέχονται την επίσκεψη του μεσήλικα διευθυντή και της συζύγου του, οι οποίοι μοιάζουν με αντικατοπτρισμό των φόβων τους σ' ένα παραμορφωτικό καθρέφτη: εκείνος την εξευτελίζει ιδιωτικά, εκείνη πλέον δημόσια και απροκάλυπτα.
Ακόμα στα χνάρια του Χίτσκοκ, ο Μολ βλέπει μέσα από το βλέμμα του ήρωά του, αλλά αφήνει τη γυναίκα να κινεί τη δράση, βουλιάζοντάς τον σε υπαρξιακό vertigo. Εκείνη περιθάλπει το ζώο αντί να το εξοντώσει, εκείνη στοιχειώνεται, εκείνη τον στοιχειώνει. Δυστυχώς, εκεί ο Μολ κάνει ένα σημαντικό λάθος: δείχνει παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται, χάνοντας το μέτρο. Οσοι όμως δεν βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα, θα αποζημιωθούν από το τέλος. Ποτέ ένα φωτεινό, μεγαλοαστικό προάστιο δεν έχει αποτυπωθεί τόσο τρομακτικά...
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ